ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

διαβολεύω (ρ.) διαβολεύω [ðʝavoˈlevo] Μισθ. γιαολεύω [ʝaoˈlevo] Αραβαν., Γούρδ. Μτχ. διαβολεμένος [ðʝavoleˈmenos] Σινασσ. γιαβολεμένο [ʝavoleˈmeno] Γούρδ. γιαολεμένος [ʝaoleˈmenos] Αραβαν., Γούρδ. Από το ουσ. διάβολος, όπου και τύπ. γιάολος, και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Η μτχ. διαβολεμένος ήδη νεότ. (Λεξ. Κριαρ.)
Πονηρεύω, χάνω την αθωότητά μου ό.π.τ.
β. Η μτχ., κακός και μοχθηρός ό.π.τ. : Ο μέγας ήταν διαβολεμένος, άδικος και φιλάργυρος (Ο μεγάλος (αδερφός) ήταν πολύ κακός, άδικος και φιλάργυρος ) Σινασσ. -Αρχέλ.
γ. Η μτχ., πονηρεμένος Σινασσ. : Βρεχάται το σκυλί και το ρωτά· το σκυλί διαβολεμένο λέγει (Φωνάζει το σκυλί και το ρωτά· το σκυλί, πονηρεμένο, λέει (ψέματα) ) Σινασσ. -Αρχέλ.