διαβολεύω
(ρ.)
διαβολεύω
[ðʝavoˈlevo]
Μισθ.
γιαολεύω
[ʝaoˈlevo]
Αραβαν., Γούρδ.
Μτχ.
διαβολεμένος
[ðʝavoleˈmenos]
Σινασσ.
γιαβολεμένο
[ʝavoleˈmeno]
Γούρδ.
γιαολεμένος
[ʝaoleˈmenos]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το ουσ. διάβολος, όπου και τύπ. γιάολος, και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Η μτχ. διαβολεμένος ήδη νεότ. (Λεξ. Κριαρ.)
Πονηρεύω, χάνω την αθωότητά μου
ό.π.τ.
β.
Η μτχ., κακός και μοχθηρός
ό.π.τ.
:
Ο μέγας ήταν διαβολεμένος, άδικος και φιλάργυρος
(Ο μεγάλος (αδερφός) ήταν πολύ κακός, άδικος και φιλάργυρος
)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
γ.
Η μτχ., πονηρεμένος
Σινασσ.
:
Βρεχάται το σκυλί και το ρωτά· το σκυλί διαβολεμένο λέγει
(Φωνάζει το σκυλί και το ρωτά· το σκυλί, πονηρεμένο, λέει (ψέματα)
)
Σινασσ.
-Αρχέλ.