δημήτρης
(ουσ. αρσ.)
Πληθ.
δημήτρηδες
[ðiˈmitriðes]
Φάρασ.
Aπό το αγιώνυμο Άγι-Δημήτρης, λόγω του μεγάλου σπαθιού που έφερε ο Άγιος στις εικόνες του. Για το αντικείμενο βλ. Κελεκίδης (2005: 55, 173).
Μεγάλο δίχειρο σπαθί, για παραδοσιακή ενδυμασία ή χορό