δερματιώνας
(επίθ.)
ντερματιώνας
[dermaˈtçonas]
Μισθ.
δερματώνα
[ðermaˈtona]
Φάρασ.
Από το ουσ. δέρμα (θ. δερματ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
2. Ειδικότ., χαρακτηρισμός για μεγάλο κόσκινο με δερμάτινη βάση
Μισθ.