ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δερματιώνας (επίθ.) ντερματιώνας [dermaˈtçonas] Μισθ. δερματώνα [ðermaˈtona] Φάρασ. Από το ουσ. δέρμα (θ. δερματ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Δερμάτινος ό.π.τ. : Ντερματιώνας άσκουμα (Δερμάτινος κουβάς) ό.π.τ. Συνών. ντερί :3
2. Ειδικότ., χαρακτηρισμός για μεγάλο κόσκινο με δερμάτινη βάση Μισθ.