δεξάμενος
(ουσ. αρσ.)
δεξάμενος
[ðeˈksamenos]
Φάρασ.
Από την μτχ. δεξάμενος του αρχ. ρ. δέχομαι με επίδρ. του μεσν. ρ. ἀναδέχομαι = α) υποδέχομαι β) δέχομαι στην αγκαλιά μου από την κολυμβήθρα βαπτισμένο μωρό.
Νονός
Συνών.
νονός :1, παππούς :2, σύντεκνος, τατάς :2, τατάκας