δένημα
(ουσ. ουδ.)
ντένημα
[ˈdenima]
Ουλαγ.
Από το ρ. δένω και το παραγωγ. επίθμ. -μα κατ' αναλογ. προς παράγωγα ουσ. σχηματισμένα με το θ. του αορ., π.χ. κλάψιμα, πλύνημα.
2. Μαγικό δέσιμο
Ουλαγ.
:
Απ’ το γιάβολος ντο ντένημα κιμόν’
(Το δέσιμο είναι από το διάβολο)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
λήτεμα