ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δένημα (ουσ. ουδ.) ντένημα [ˈdenima] Ουλαγ. Από το ρ. δένω και το παραγωγ. επίθμ. -μα κατ' αναλογ. προς παράγωγα ουσ. σχηματισμένα με το θ. του αορ., π.χ. κλάψιμα, πλύνημα.
1. Δέσιμο : Βαλιού ντο ντένημα ένα σ̑έι ντέ 'ναι, με φοάσαι (Το δέσιμο του βουβαλιού δεν είναι τίποτα, μη φοβάσαι) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. δέσιμο, λήτεμα
2. Μαγικό δέσιμο Ουλαγ. : Απ’ το γιάβολος ντο ντένημα κιμόν’ (Το δέσιμο είναι από το διάβολο) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. λήτεμα