ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δένω (ρ.) δένω [ˈðeno] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Φλογ. δένου [ˈðenu] Μαλακ., Μισθ. ντένω [ˈdeno] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Ουλαγ. ζένω [ˈzeno] Τελμ. ντήζου [ˈdizu] Μισθ., Τσαρικ. ρήν-νου [ˈrinnu] Σίλ. ρήνου [ˈrinu] Σίλ. δενίσ̑κω [ðeˈniʃko] Δίλ., Ποτάμ., Φλογ. ντενίσκω [deˈnisko] Μισθ. δέν'σ̑κω [ˈðenʃko] Δίλ., Φλογ. Παρατατ. έδενα [ˈeðena] Γούρδ. δένκα [ˈðeŋka] Φάρασ. δένισ̑κα [ˈðeniʃka] Φλογ. ντήισ̑κα [ˈdiiʃka] Μισθ. ντήιξα [ˈdiiʃka] Μισθ. έρηνα [ˈerina] Σίλ. ρην-νινόσκα [rinniˈnoska] Σίλ. Αόρ. έδεσα [ˈeðesa] Γούρδ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. έdεσα [ˈedesa] Αξ., Αραβαν., Γούρδ. έd'σα [ˈedsa] Μισθ. έδησα [ˈeðisa] Μαλακ. έρησα [ˈerisa] Σίλ. έτσα [ˈetsa] Μισθ. Υποτ. δέσω [ˈðeso] Καππ. ντέσω [ˈdeso] Αξ. ντέκω [ˈdeko] Ουλαγ. ρήσου [ˈrisu] Σίλ. Προστ. Εν. ρήνε [rine] Σίλ. Αόρ. δέσε [ˈðese] Γούρδ. ντέσε [ˈdese] Αξ., Αραβαν. ρήσε [ˈrise] Σίλ. ρήσ' [ris] Σίλ. Παθ. δένουμαι [ˈðenume] Γούρδ. δένουμι [ˈðenumi] Ανακ., Δίλ. ντένουμαι [ˈdenume] Αξ. ντηζιέμαι [diˈzʝeme] Μισθ. ντηζιέμι [diˈzʝemi] Μισθ. ρήν-νουμου [ˈrinnumu] Σίλ. ρήνουμι [ˈrinumi] Σίλ. ρην-νινόσκα [rinniˈnoska] Σίλ. Αόρ. ντήστα [ˈdista] Μισθ. ντηστήχα [diˈstixa] Μισθ. δέστα [ˈðesta] Γούρδ., Φλογ. ντέχα [ˈdexa] Αξ. ρήσ̑τσ̑ηκα [ˈriʃtʃika] Σίλ. Μτχ. δεμένος [ðeˈmenos] Γούρδ. ντεμένο [deˈmeno] Αξ., Αραβαν. ντημένος [diˈmenos] Μισθ. ντησμένου [diˈzmenu] Μισθ. ρημένους [riˈmenus] Σίλ. ρησμένους [riˈzmenus] Σίλ. ντενημένο [deniˈmeno] Ουλαγ. Μεσν. ρ. δένω, το οπ. από το αρχ. ρ. δέω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -νω. Οι τύπ. ρήνω και ντήζου από τον μεσν. τύπ. δήνω, ο οπ. αναλογ. από τον αορ. ἔδησα. Οι τύπ. δενίσ̑κω και ντενίσκω με βάση το μη συνοπτ. θ. δεν- ή ντεν- και το παραγωγ. επίθμ. -ίσκω. Ο τύπ. δέν'σ̑κω είναι πιο πιθανό να σχηματίστηκε αναλογ. προς τον πρτ. δένισ̑κα, του οποίου και τον τονισμό διατήρησε. Bλ. και ΙΛΝΕ, λ. δένω.
1. Συνάπτω σχηματίζοντας κόμπο, δεσμό, τα άκρα νήματος, σχοινιού, κλπ ό.π.τ. : Ντήισ̑καμ' ντου νεφαλό (Δέναμε (του νεογέννητου) τον αφαλό) Μισθ. -ΙΛΝΕ σ̑ην πρώτη δένκαμε μιά κλωστή για το ρίο (Την πρώτη (του Μάρτη) δέναμε στο χέρι μας μιά κλωστή για (προστασία από) την ελονοσία) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Ντίηξεις τσι δου τέλ', μετά κουβάλς άχυρου (Έδενες και το σύρμα, μετά κουβαλούσες το άχυρο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Ντήσταν τα έντερα (Δέθηκαν τα έντερα˙ έπαθε ειλεό) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Ασμ. Διπλά δένουν τα σίδερα, τρίδιπλα τ' αλυσίδι Φερτάκ. -Αλεκτ.Άσμ. Συνών. λητεύω
2. Ακινητοποιώ κάποιον περιβάλλοντας τα χέρια ή τα πόδια του με σχοινί ή άλλον δεσμό ό.π.τ. : Ντήισ̑καν τα πτέρια τ' (Έδεναν τα πόδια του) Μισθ. -Κωστ.Μ. Έρησιν ντου τα σ̑έριαν ντου πίσου (Του έδεσε τα χέρια πίσω) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Ασμ. Ας πιάσουνε τον Πόρφυρον, μεσάγκων' ας τον δέσουν
Επιάσανε τον Πόρφυρον, μεσάγκωνα τον δένουν
(Aς πιάσουν τον Πορφύρη, πισθάγκωνα ας τον δέσουν
Έπιασαν τον Πορφύρη, πισθάγκωνα τον δένουν)
Φερτάκ. -Αλεκτ.
Συνών. λητεύω
3. Περιτυλίγω με λωρίδα υφάσματος, επιδένω ό.π.τ. : Ντήισ̑καν τα μάτια τ' μ' ένα γιαμενί (Του έδεναν τα μάτια μ' ένα μαντήλι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντήιξαμ' μ' ένα ράμμα τα μέσα τ'νι (Δέναμε με μιά κλωστή την μέση της (εγκύου)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Οπ' μετάξι έρηναμ' σ̑έρι μας (Δέναμε το χέρι μας με μετάξι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Έτσαμε ντέκα ζευγολότια (Δέσαμε δέκα λουριά της ζεύλας) Μισθ. -ΙΛΝΕ Τα μάτσ̑α μ' γιομώχαν όιμα· να τα δέσω με ψωμί συλωμένο στο κρασί (Τα μάτια μου γέμισαν αίμα· να τα επιδέσω με ψωμί μουσκεμένο στο κρασί) Γούρδ. -Καράμπ. Εκείνου μέρα δου βρα'ύ, ιτό έd'σαν ντου γιατροί, έχουν ντου ντησμένου (Εκείνη την ημέρα το βράδυ, αυτό (το δάχτυλο) το έδεσαν οι γιατροί, το έχω δεμένο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Όσα ποδάρια σπάισ̑καν, ντήισ̑κε τα καλά (Όσα πόδια έσπαζαν, τα έδενε καλά) Μισθ. -ΙΛΝΕ Πβ. ντολαντίζω :1, ντολατίζω
4. Προσδένω κάποιον ή κάτι σε (σταθερό) σημείο ό.π.τ. : Ντήζου ντου χαϊβάν' σου πασσάλ' (Δένω το ζώο στο παλούκι) Μισθ. -Κοτσαν. Ντήιξαμ' τα οπίσω τ' (Τα δέναμε στην ράχη του) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντήιξαν τρία τσ̑ουβάλια απουγά, τρία τσ̑ουβάλια απουγάρτα σου γαϊdούρ' απάνου (Έδεναν τρία τσουβάλια από δω, τρία τσουβάλια από την άλλη πάνω στο γαϊδούρι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έδεσεν τσ̑η ναίκα τ' και το φσ̑άχi τ' σε σεράνdα αλόγου πράδια (Έδεσε την γυναίκα του και το παιδί του στις οπλές σαράντα αλόγων) Τελμ. -Dawk. Έdεσαν ντο 'ς ένα ιτέν' απ'κάτω να βοσκήσ̑' ντεγί (Το έδεσαν κάτω από μιά ιτιά για να βοσκήσει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντανά σ̑υ σε τα ρήσ̑εις (Εσύ να δέσεις το μοσχάρι) Σίλ. Ντεσέτ' ταν εκεί (Δέστε τα εκεί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντο χτηνό ντενημένο 'ναι μι; (Η αγελάδα είναι δεμένη;) Ουλαγ. -Κεσ. Πηγαίνει τ' αχόρι να ρήσ̑ει χαϊβάνιν ντoυ (Πηγαίνει στο αχούρι να δέσει το ζώο του) Σίλ. -Κωστ.Σ. Καταβαίν' ασ' σο άλογο, δεν' το ναίκα τ' σο qουϊρούγα τ' (Kατεβαίνει από το άλογο, δένει την γυναίκα του στην ουρά του) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Παροιμ. Καλά έdεσεν ντο γαϊδούρι τ' (Καλά έδεσε τον γάιδαρό του˙ εξασφαλίστηκε για τα καλά) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Έπιασαν και την έδεσαν με μαύρη αλυσίδα
κι η κόρ' από τον φόβο της φωνάζει Αγι-Γιώργη
(Έπιασαν και την έδεσαν με μαύρη αλυσίδα,
κι η κόρη απ' τον φόβο της φωνάζ' τον Αϊ-Γιώργη)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. λητεύω
5. Μτφ., παρεμποδίζω την δράση ή την κίνηση ό.π.τ. : Ντένω τα λερά (Σταματώ το πότισμα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντηστήχην το χωρίι τ' (Σταμάτησαν τα ούρα του) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τα στρατές ντεμένα 'νdαι (Οι δρόμοι είναι κλειστοί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Έτ'σαν ντου φέgου (Έδεσαν το φεγγάρι˙ έγινε έκλειψη σελήνης) -ΙΛΝΕ Έτ'σαν τα σ̑υννίφαdα (Έδεσαν τα σύννεφα˙ επήλθε ανομβρία) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντηζιέτι όλιους (Δένεται ο ήλιος˙ γίνεται έκλειψη ηλίου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. αλικοτίζω :2, κατακωλώ :5, κρατώ, ντοχαντίζω
6. Εμποδίζω ή αποτρέπω με μαγικά μέσα ή ξόρκια κάτι επιβλαβές ή ανεπιθύμητο όπως μιά ασθένεια ή μιά ερωτική συνεύρεση ό.π.τ. : Δένισ̑κεν το σι̂τμά (Ξόρκιζε την ελονοσία) Φλογ. -ΙΛΝΕ Έτ'σαν ντα (Τους έδεσαν (σε περιπτώσεις όπου κάποιος υποτίθεται ότι "έδενε" με μαγεία ένα ζευγάρι προκειμένου να μην μπορούν να συνευρεθούν)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ούτσα λύκοσγιου ντο στόμα ντέν' ντο, ντε μο να ο φάει άλλε ντο χτήνο ντο λύκος (Έτσι το στόμα του λύκου το δένει (ενν. ο παπάς), δεν μπορεί πια να το φάει το ζώο ο λύκος) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. λητεύω
7. Μτφ., δεσμεύω ηθικά, νομικά ή θρησκευτικά ό.π.τ. : Μι τ' αβγό δένιτι, μι τ' αυγό λύνιτι η νηστεία (Με το αυγό ξεκινά και με το αυγό λήγει η νηστεία) Ανακ., Δίλ. -Κωστ.Μ. Βλοΐστη, ντηστήχη (Ευλογήθηκε, παντρεύτηκε) Μισθ. -ΙΛΝΕ