δέντρο
(ουσ.)
δένdρο
[ˈðendro]
Σίλατ., Φάρασ.
δένdρου
[ˈðendru]
Μισθ.
δενdρό
[ðenˈdro]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
λένdρου
[ˈlendru]
Σίλ.
Αρσ.
δένdρος
[ˈðendros]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. δένδρον. Οι οξύτονοι τύποι ήδη μεσν.
Δέντρο
ό.π.τ.
:
Βάνκαμε ένα ξύλο πάνου σ̑ου δένdρο πλατύ
(Βάζαμε ένα ξύλο πάνω στο δέντρο πλατύ)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Ιτό μπουbουbούτσ̑' φέκ͑ ασ' σου δενdρό
(Ο τσαλαπετεινός έφυγε από το δέντρο)
Μαλακ.
-Dawk.
Και κάdζεν απoκάτω ασ' το οσκέδι ενού δενdρού
(Και έκατσε κάτω από την σκιά ενός δέντρου)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τα λένdρα απ'κάτου
(Κάτω από τα δέντρα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Ασμ.
Ειχάμ' δενdρό στο σπίτι μας και κλώνια στην αυλή μας
(Είχαμε δέντρο στο σπίτι μας και κλωνάρια στην αυλή μας)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
αγατσιά, ντικμέ, ξύλο :2, τσαλούδι :1