ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δεματικό (ουσ. ουδ.) ντεματικό [dematiˈko] Μισθ. Πληθ. δεματικά [ðematiˈka] Φάρασ. ντεματικά [dematiˈka] Μισθ., Τροχ. Μεσν. ουσ. δεματικόν = σχοινί για το δέσιμο δεματιών σταχυού (βλ. ΙΛΝΕ, λ. δεματικό).
Δέσμη από στάχυα, με την οποία έδεναν τα στάχυα (σε δεμάτια) μετά τον θερισμό : Ντα ντεματικά σ̑άνοιξ̑αν τα σταυρωτά φ'κόνια (Με τα δεματικά τα έκαναν σταυρωτούς σωρούς, ενν. τα θερισμένα στάχυα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τὄνα σ̑άνισ̑κε ντεματικά· ’ς το νερό μπατιρντούν ντα, σ̑υλούνdαι, και σ̑άνουν ντα ζωνάρ’, για να ντέσ’ το ντεματικό το ντέμα (Κάποιος έφτιαχνε δεματικά· στο νερό τα βυθίζουν, μουσκεύουν (και μαλακώνουν), και τα κάνουν σαν ζωνάρια, για να δέσει το %iδεματικό το δεμάτι) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555