δερβίσης
(ουσ. αρσ.)
ντερβίσ̑ης
[derˈviʃis]
Φάρασ.
τερβίσ̑ης
[terˈviʃis]
Φάρασ.
ντερβέσ̑ης
[derˈveʃis]
Φλογ.
ντεβρίσ̑ης
[deˈvriʃis]
Ποτάμ.
δεβρίσ̑ης
[ðeˈvriʃis]
Σίλ.
τεβρίσ̑ης
[tevriʃis]
Αφσάρ., Φάρασ.
δεβρέσης
[ðeˈvresis]
Σινασσ.
ντεβρέης
[deˈvreis]
Φλογ.
ντερβής
[derˈvis]
Φάρασ.
Ουδ.
ντερβρίσ̑’
[derˈvriʃ]
Γούρδ., κ.α., Ουλαγ., Φάρασ., Φερτάκ.
ντεβρίσ̑’
[deˈvriʃ]
Ουλαγ.
Πληθ.
ντερβίσ̑οι
[derˈviʃi]
Φάρασ.
ντεβρίσ̑α
[deˈvriʃa]
Αραβ.
Νεότ. ουσ. δερβίσης (Mackridge 2021: 23), το οπ. από το τουρκ. ουσ. derviş, όπου και διαλεκτ. τύπ. devriş. Ο τύπ. ντερβής ήδη νεότ. απευθείας από τον τουρκ. τύπ. Ο τύπ. ντερβίσ̑ης από νεότ. τύπ. ντερβίσης. Ο τύπ. ντερβέσ̑ης με επίδρ. του διαλεκτ. περσ. derweš. O τύπ. ντερβέης με ανομοιωτική αποβολή του [s] (Dawkins 1916: 83-84). Ο τύπ. τερβίσ̑ης ήδη νεότ. (για την ετυμολ. των παραπάνω τύπ. βλ. ΙΛΝΕ, λ. δερβίσης).
Δερβίσης, μυστικιστής μουσουλμάνος μοναχός
ό.π.τ.
:
Ντο αλινdζ̑ί έν'νε ένα ντεβρίσ̑’
(Το γεράκι μεταμορφώθηκε σε δερβίση)
Ουλαγ.
-Dawk.
'Ηρτανε ’ς αν ντερβίσ̑ης ιράστα· είπεν ντι κι ο ντερβίσ̑ης: «Αdό είναι το 'μόνα η ναίκα»
(Έφτασαν μπροστά σε έναν δερβίση· τους είπε ο δερβίσης: «Αυτή είναι η γυναίκα μου»)
Φάρασ.
-Dawk.
Ομbρό τ' έβγήνε ένα ντεβρίσ̑', και είπε: «Τι γκρεύεις
(Μπροστά του βγήκε ένας δερβίσης και είπε «Τι θέλεις;»)
Φερτάκ.
-Dawk.
Ατζ̑εινά το ντερβίσ̑η δώσ' τα, σκώτα τα
(Εκείνο τον δερβίση χτύπα τον, σκότωσέ τον)
Φάρασ.
-Dawk.