δεξιά
(επίρρ.)
δεξιά
[ðeˈksça]
Σίλατ., Φλογ.
δεξά
[ðeˈksa]
Ανακ., Φλογ.
δεξ̑ά
[ðeˈkʃa]
Φλογ.
ντεξά
[deˈksa]
Φλογ.
ντεξ̑ά
[deˈkʃa]
Αξ., Μισθ., Τελμ.
δεξία
[ðeˈksia]
Φάρασ.
λοξά
[loˈksa]
Σίλ.
Μεταγν. επίρρ. δεξιά, το οπ. από τον πληθ. ουδ. του επιθ. δεξιός, όπου και τύπ. δεξός, δεξίος, λοξός. O τύπ. δεξά ήδη μεσν. Ο τύπ. λοξά από το επίθ. δεξιός, όπου και τύπος λοξός και το παραγωγ. επίθμ. -ά. Διαφορετικό το νεότ. επίρρ. λοξά = α) πλάγια, δίπλα β) στραβά, λανθασμένα.
Προς το μέρος του δεξιού χεριού
ό.π.τ.
:
'ς τα δεξ̑ιά το μπαίν' λιαρό έρεται
(Όποιος πάει στα δεξιά επιστρέφει ασφαλής)
Φλογ.
-Dawk.
Σα δεξά καθούτομαι
(Κάθομαι στα δεξιά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ
Πουρπάdα ντεξ̑ά 'ς στράdα
(Περπάτα στα δεξιά του δρόμου)
Μισθ.
-Φατ.
Ντεξ̑ά-αριστερά, ατούρα όλα μισιώτικα χωριά 'νι
(δεξιά αριστερά, αυτά όλα μισιώτικα χωριά είναι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Το ασθενάρ’ ντεν μπόρισκεν να κουνήσ’ το λαιμό τ’ ούτε ασ' σο ντεξ̑ά ούτε ασ' σο άλλο μεριά
(Ο άρρωστος δεν μπορούσε να κουνήσει τον λαιμό του ούτε στα δεξιά ούτε στην άλλη μεριά)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Ζευρά ηυρέν έκρουσε, δεξιά εύρεν και θέρ'σεν,
εφτά βορτόνια έκρουσε ωτίτσα και μυτίτσα (Μπόρεσε και χτύπησε στ'αριστερά
μπόρεσε και θέρισε (τους εχθρούς) στα δεξιά
εφτά μουλάρια φόρτωσε με (κομμένες) μύτες κι αφτιά) Σίλατ. -Νίγδ.-Σταμ. Συνών. δεξιάλλαϊ
εφτά βορτόνια έκρουσε ωτίτσα και μυτίτσα (Μπόρεσε και χτύπησε στ'αριστερά
μπόρεσε και θέρισε (τους εχθρούς) στα δεξιά
εφτά μουλάρια φόρτωσε με (κομμένες) μύτες κι αφτιά) Σίλατ. -Νίγδ.-Σταμ. Συνών. δεξιάλλαϊ