ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δεκαοχτώ (επίθ.,αριθμ.) δεκοχτώ [ðekoˈxto] Αραβαν., Τσουχούρ. ντικοχτώ [dikoˈxto] Αξ., Αραβαν., Μισθ. ντεκοχτώ [dekoˈxto] Μαλακ., Ουλαγ., Τσαρικ. ρεκοχτώ [rekoˈxto] Σίλ. δικαϊχτώ [ðikaixˈto] Φάρασ. ντετσ̑οχτώ [detʃoˈxto] Μισθ. Από το μεταγν. αριθμ. δεκαοκτώ.
Δεκαοχτώ ό.π.τ. : Ιτό το κορίτσ̑’ να 'ο πάρεις, ντεκοχτώ βουνιά πίσω να 'ο πετάεις (Αυτό το κορίτσι να το πάρεις και να το πετάξεις πίσω από δεκαοχτώ βουνά) Ουλαγ. -Κεσ.