δεκαοχτώ
(επίθ.,αριθμ.)
δεκοχτώ
[ðekoˈxto]
Αραβαν., Τσουχούρ.
ντικοχτώ
[dikoˈxto]
Αξ., Αραβαν., Μισθ.
ντεκοχτώ
[dekoˈxto]
Μαλακ., Ουλαγ., Τσαρικ.
ρεκοχτώ
[rekoˈxto]
Σίλ.
δικαϊχτώ
[ðikaixˈto]
Φάρασ.
ντετσ̑οχτώ
[detʃoˈxto]
Μισθ.
Από το μεταγν. αριθμ. δεκαοκτώ.
Δεκαοχτώ
ό.π.τ.
:
Ιτό το κορίτσ̑’ να 'ο πάρεις, ντεκοχτώ βουνιά πίσω να 'ο πετάεις
(Αυτό το κορίτσι να το πάρεις και να το πετάξεις πίσω από δεκαοχτώ βουνά)
Ουλαγ.
-Κεσ.