ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δεβοσύνη (ουσ. θηλ.) δεβοσύνη [ðeˈvosini] Φάρασ. δεβοσύνα [ðevoˈsina] Αφσάρ., Φάρασ. Από το ουσ. διάβολος, όπου και τύπ. δέβος, και το παραγωγ. επίθμ. -σύνη.
Διαβολιά ό.π.τ. : Τ’ αωπού η δεβοσύνα τού πήριν το κορίτσι (Της αλεπούς η διαβολιά, του πήρε το κορίτσι) Αφσάρ. -Dawk. Νανόστε να νάβρει α δεβοσύνη, να κομbώσει τον αωπό (Στοχάστηκε να βρει μιά ζαβολιά, για να ξεγελάσει την αλεπού) Φάρασ. -Παπαδ. Μο τι δεβοσύνα του 'α ποίκει τ' όργο, καόν ψυσ̑ή τζ̑ο δίτει (Εκείνος που θα κάνει μιά δουλειά με απατεωνιές, δεν θα παραδώσει καλή ψυχή) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. διαβολιά :1