δεβοσύνη
(ουσ. θηλ.)
δεβοσύνη
[ðeˈvosini]
Φάρασ.
δεβοσύνα
[ðevoˈsina]
Αφσάρ., Φάρασ.
Από το ουσ. διάβολος, όπου και τύπ. δέβος, και το παραγωγ. επίθμ. -σύνη.
Διαβολιά
ό.π.τ.
:
Τ’ αωπού η δεβοσύνα τού πήριν το κορίτσι
(Της αλεπούς η διαβολιά, του πήρε το κορίτσι)
Αφσάρ.
-Dawk.
Νανόστε να νάβρει α δεβοσύνη, να κομbώσει τον αωπό
(Στοχάστηκε να βρει μιά ζαβολιά, για να ξεγελάσει την αλεπού)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Μο τι δεβοσύνα του 'α ποίκει τ' όργο, καόν ψυσ̑ή τζ̑ο δίτει
(Εκείνος που θα κάνει μιά δουλειά με απατεωνιές, δεν θα παραδώσει καλή ψυχή)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
διαβολιά :1