δάσκαλος
(ουσ.)
δάσκαλος
[ˈðaskalos]
Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
δάσκαλους
[ˈðaskalus]
Μαλακ., Σατ.
διάσκαλος
[ˈðʝaskalos]
Αξ., Σίλατ., Τροχ.
τζ̑άσκαλος
[ˈdʒaskalos]
Φερτάκ.
δάσκολος
[ˈðaskolos]
Φάρασ.
δάσκουλους
[ˈðaskulus]
Φάρασ.
ντάσκαλος
[ˈdaskalos]
Ουλαγ., Σεμέντρ., Φερτάκ.
ντάσκαλης
[ˈdaskalis]
Μισθ.
ντάσκ'λης
[ˈdasklis]
Ουλαγ.
ντιάσκαλoς
[ˈdʝaskalοs]
Αξ.
γιάσκαλος
[ˈʝaskalos]
Αραβαν., Ουλαγ., Φλογ.
γιάσκαλους
[ˈʝaskalus]
Αραβαν.
ράσκαλης
[ˈraskalis]
Σίλ.
λάσκαρης
[ˈlaskaris]
Σίλ.
ντάσκαλος
[ˈdaskalos]
Ουλαγ.
ντιάσκαλες
[ˈdʝaskales]
Αξ.
γιάσκαλης
[ˈʝaskalis]
Μισθ.
Θηλ.
ρασκάλα
[raˈskala]
Σίλ.
Μεσν. ουσ. δάσκαλος, πβ. Et. Gen. A 209 «δάσκαλος καὶ διδάσκαλος». Ο τύπ. διάσκαλος από διδάσκαλος με αποβ. μεσοφωνηεντ. [ð].
1. Δάσκαλος
ό.π.τ.
:
'στέρου πηάγανε πάλι σο δάσκαλο
(Ύστερα πήγαν πάλι στον δάσκαλο)
Φάρασ.
-Dawk.
Ράσκαλης σήμερι έπιασ' μας στσ̑η φάλακα
(Ο δάσκαλος σήμερα μάς τιμώρησε με τον φάλαγγα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Είχαμι α δάσκαλους σαχαλλούς του ήρτην 'σ' το Μοναστήρι Ζινdζίdερέ
(Είχαμε ένα δάσκαλο μουσάτο που ήρθε από την Μονή του Ζιντζίντερε)
Σατ.
-Παπαδ.
Το γεματκινό το ψωμί τ’ διασκάλ' από καχαρό ψωμί
(Το μεσημεριανό ψωμί του δασκάλου ήταν από καθαρό ψωμί)
Αξ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τσ̑αού Σαλανίτ έκανι σκόλεια τσ' έμαχι γιάσκαλης
(Εδώ στην Θεσσαλονίκη πήγε σχολείο και σπούδασε δάσκαλος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γιουκούν̑-ν̑ει ότσ̑ι γιάβλουροι λαλούσ̑ι το λάσκαρή τους τσ̑ονgιάν ποίκασ̑ι κϋτϋλΰα
(Ακούει ότι διάβολοι λένε στον δάσκαλό τους τι κακές πράξεις έκαναν)
Σίλ.
-Dawk.JHS
|| Φρ.
Ασ' τ' αφτί και στο δάσκαλο
(Απ' τ' αφτί και στον δάσκαλο˙ για άμεση τιμωρία)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Παροιμ.
Τ' αγαπά το κορίτσ̑ι τ' κανείς 'ς τον άνdρα ντεν ντο ντίν', και τ' αγαπά το παιγί τ' 'ς το ντιάσκαλε ντεν ντο γιολ-λανdίζ'
(Όποιος αγαπά την κόρη του δεν την δίνει σε άντρα, κι όποιος αγαπά τον γιο του δεν τον στέλνει στον δάσκαλο˙ για τις σκληρή συμπεριφορά των συζύγων και των δασκάλων)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μ’ ό,τσ̑ι γιάσκαλο κάτσ̑εις, ούτσ̑α γιαζίρια να μάρεις
(Με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις˙ η συμπεριφορά μας διαμορφώνεται αναλόγως με τις συναναστροφές μας)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Παπάς, ιερέας
Αραβαν., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ.
:
Τάλλ'τασ̑υ δάσκαλος να με δώκ' κοινωνιά
(Μεθαύριο θα με κοινωνήσει ο παπάς)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Τζάσκαλο γιαβρούμ, να το ψάλεις το Κερεκή το Βαγγέλιο τούρτσ̑α ας το αγνανdίσουμ'
(Πάτερ, να το διαβάσεις την Κυριακή το Ευαγγέλιο στα τούρκικα, για να το καταλάβουμε!)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
παπάς