ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δαμάσκηνο (ουσ. ουδ.) δαμάσκηνου [ðaˈmaʃcinu] Μισθ. μαράσκηνο [maˈrascino] Ουλαγ. μαράσκηνου [maˈrascinu] Μισθ. μαράσ̑κηνο [maˈraʃcino] Μισθ., Ποτάμ., Φερτάκ. μαράσ̑κηνου [maraʃciˈnu] Μισθ. μανάσκηνο [maˈnascino] Μισθ., Τελμ. μανάσ̑κηνο [maˈnaʃcino] Φερτάκ. μαλάσκηνο [maˈlascino] Ποτάμ., Τροχ. μαρασκηνό [marasciˈno] Γούρδ. μαρασ̑κενό [maraʃceˈno] Αραβαν. μανασ̑κηνό [manaʃciˈno] Τελμ. μανασκενό [manasceˈno] Σινασσ., Φερτάκ. μαλασκηνό [malasciˈno] Μαλακ. μαλασκενό [malasceˈno] Ανακ., Σίλατ., Σίλ. μαλασ̑κενό [malaʃceˈno] Αξ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. δαμάσκηνον (<μεταγν. δαμασκηνόν) με ομαλή μεταβολή [ð]> [r] και μετάθ. υγρού (Dawkins 1916: 85). Είναι αμφίβολο εάν οι τύπ. από μαρ- συνδέονται με το άπαξ μαρτυρούμενο μεσν. μαράσκινον (LBG), αδιευκρινίστης ακριβούς σημασίας. Το μαράσκιον = ξυνοκέρασο καταγράφεται στον Δουκ.
1. Δαμάσκηνο ό.π.τ. : Στα δώματα απλωμένα, ξερά άφησαμ' τα μανάσκηνά μας (Απλωμένα στις ταράτσες, ξερά, αφήσαμε τα δαμάσκηνά μας) Τελμ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Ντου μαρασκηνιά μας έιξιν ένα γαζά μαράσκηνα (Η δαμασκά μας είχε πολλά δαμάσκηνα) Μισθ. -Κοτσαν. Κανά απίι κανά μήλου κανά δαμάσκηνου (Kανένα αχλάδι, κανένα μήλο, κανένα δαμάσκηνο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Ζωμιά μαλασ̑κενού (Ζωμός δαμάσκηνου˙ Είδος φαγητού με δαμάσκηνα, παντζάρια, φακή, πλιγούρι και πετιμέζι, το οπ. παρατίθεται στο σπίτι νεονύμφων για να περιποιηθεί η νύφη την πεθερά) Αξ. -Μαυροχ. Ντου πρόσουπου τ' γένη μαράσ̑κηνου (Το πρόσωπό του έγινε δαμάσκηνο˙ κοκκίνησε από το θυμό του) Μισθ. -Φατ. || Ασμ. Το τζίdζιφο ποίκε μανάσκηνο κι εγώ να περιμένω
Το τζίdζιφο καρπούς ποίκε, κι εγώ είμαι φυλακισμένη
(το τζίτζιφο το έκανε δαμάσηνο κι εγώ να περιμένω,
το τζίτζιφο έκανε καρπούς κι εγώ είμαι φυλακισμένη)
Τελμ. -Αινατζ.
Συνών. ερίκι :1
2. Δαμασκηνιά Αξ., Αραβαν., Μισθ. : Ντου μαράσκηνου ξέρουσι (Η δαμασκηνιά ξεράθηκε) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ερίκι :2