ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δαδί (ουσ. ουδ.) δαδί [ðaˈði] Αφσάρ., Γούρδ., Φάρασ. νταdί [daˈdi] Αραβαν., Σίλ. Από το αρχ. ουσ. δᾳδίον > μεσν. δαδίν.
Δαδί, κομμάτι ξύλου ως φωτιστικό μέσο ή ως προσάναμμα ό.π.τ. : Αψουτσ̑ικανάς 'υρίζιτι να φέρει νταdί (Αμέσως γυρίζει να φέρει προσάναμμα.) Σίλ. -Dawk. Πήρα νταdί, χαρανί πήρα, κιλί, σαπούνι, πήγα, ήψα τα (Πήρα δαδί, καζάνι πήρα, χώμα, σαπούνι, πήγα, τα άναψα, ενν. για πλύσιμο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Απ’ τσ̑ην ιρέαν του νταdί ζηρμουνά τα (Από την έγνοια του, το δαδί το ξεχνά) Σίλ. -ΚΜΣ-CD || Φρ. Νταdί κόbους 'ναι (Σαν κόμπος δαδιού˙ ζόρικος ή τσιγγούνης) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Παροιμ. Το λιπαρόν το χοιρίδι κνήθεται σο λιπαρόν το δαδί (Το παχύ το γουρούνι ξύνεται στο παχύ δαδί˙ ο όμοιος πηγαίνει στον όμοιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Πή' ο Σάββας σα καρβώνε τσ̑' έκαψεν το χαράρι
Φόρτωσε αν τέγκι καρβώνε, αν τένgι δαδία
( Πήγε ο Σάββας για κάρβουνα, κι έκαψε το σακκί
Φόρτωσε ένα φόρτωμα κάρβουνα, ένα φόρτωμα δαδιά)
Φάρασ. -Λαμπρ.