δαδί
(ουσ. ουδ.)
δαδί
[ðaˈði]
Αφσάρ., Γούρδ., Φάρασ.
νταdί
[daˈdi]
Αραβαν., Σίλ.
Από το αρχ. ουσ. δᾳδίον > μεσν. δαδίν.
Δαδί, κομμάτι ξύλου ως φωτιστικό μέσο ή ως προσάναμμα
ό.π.τ.
:
Αψουτσ̑ικανάς 'υρίζιτι να φέρει νταdί
(Αμέσως γυρίζει να φέρει προσάναμμα.)
Σίλ.
-Dawk.
Πήρα νταdί, χαρανί πήρα, κιλί, σαπούνι, πήγα, ήψα τα
(Πήρα δαδί, καζάνι πήρα, χώμα, σαπούνι, πήγα, τα άναψα, ενν. για πλύσιμο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Απ’ τσ̑ην ιρέαν του νταdί ζηρμουνά τα
(Από την έγνοια του, το δαδί το ξεχνά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-CD
|| Φρ.
Νταdί κόbους 'ναι
(Σαν κόμπος δαδιού˙ ζόρικος ή τσιγγούνης)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Το λιπαρόν το χοιρίδι κνήθεται σο λιπαρόν το δαδί
(Το παχύ το γουρούνι ξύνεται στο παχύ δαδί˙ ο όμοιος πηγαίνει στον όμοιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Πή' ο Σάββας σα καρβώνε τσ̑' έκαψεν το χαράρι
Φόρτωσε αν τέγκι καρβώνε, αν τένgι δαδία ( Πήγε ο Σάββας για κάρβουνα, κι έκαψε το σακκί
Φόρτωσε ένα φόρτωμα κάρβουνα, ένα φόρτωμα δαδιά) Φάρασ. -Λαμπρ.
Φόρτωσε αν τέγκι καρβώνε, αν τένgι δαδία ( Πήγε ο Σάββας για κάρβουνα, κι έκαψε το σακκί
Φόρτωσε ένα φόρτωμα κάρβουνα, ένα φόρτωμα δαδιά) Φάρασ. -Λαμπρ.