δακνιέρης
(επίθ.)
δακνιέρης
[ðakˈɲeris]
Φάρασ.
Από το ρ. δάκνω και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης > -ιέρης.
Δαγκανιάρης
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024