ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δάσος (ουσ.) δάσος [ˈðasos] Σινασσ. ντάσος [ˈdasos] Μισθ. Αρχ. ουσ. δάσος = λόχμη, αλσύλλιο. Η λ. από την κοινή ν.ε.
Δάσος ό.π.τ. : Το βασιλόπαιδο κούντησε το χτέν' και νότον ένα μέγα δάσος απ' αγκάθια και τζαλούδια (Το βασιλόπουλο ἐρριξε το χτένι και δημιουργήθηκε ένα μεγάλο δάσος από αγκάθια και δέντρα) Σινασσ. -Αρχέλ. Να πάου σου ντάσος να φέρου ξύλα (Θα πάω στο δάσος να φέρω ξύλα) Μισθ. -Κοτσαν. Κλώχου σου ντάσος (Τριγυρνάω στο δάσος) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ορμάνι