ορμάνι
(ουσ. ουδ.)
ορμάνι
[orˈmani]
Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ.
ορμάν'
[orˈman]
Αξ., Αραβαν., κ.α., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
Πληθ.
ορμάνε
[orˈmane]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. orman = δάσος. Πβ. το κοινό νεοελλ. ρουμάνι.
Δάσος
ό.π.τ.
:
Σ’ ορμάνι ήσανdε που’ά λύτσ̑οι
(στο δάσος ήταν πολλοί λύκοι)
-Φαρασόπ.
Σ’ο ρουσ̑ί Φκόσι ήτουν α ζόρι ορμάνι, τσάπου πααίνκαν οι χωρώτοι να κόψουν ξύα
(Στο βουνό Φκόσι ήταν ένα πυκνό δάσος, όπου πήγαιναν οι χωρικοί να κόψουν ξύλα)
Φκόσ.
-Παπαδ.
Ουτσ̑α ποτε πορπατούν, σ̑ύφτασαν 'ς ένα ορμάν'
(Καθώς περπατούσαν, έφτασαν σε ένα δάσος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Εκεί τα ταρόζια Ελενίτσας τα πράφτερα ούλ-λο ένα ορμάν' ντουν
(εκείνα τα χρόνια οι πρόποδες της Ελενίτσας ήταν όλο ένα δάσος)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σο ορμάν' θωρεί τα λύκος, θέλ' να τα φάει, αρατά μαχανάδια
(Στο δάσος τα βλέπει ο λύκος, θέλει να τα φάει, ψάχνει τεχνάσματα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
'γώ είμαι ο πατισάχος τσιπ του ρουσ̑ού τσαι του ορμανού των τζαναβαρίουν
(Εγώ είμαι ο βασιλιάς όλων των θηρίων του βουνού και του δάσους)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Παροιμ.
Η στράτα μο τη στράτα τσ̑αι τ’ ορμάνι μο το πελέτσ̑ι
(η στράτα με το περπάτημα και το δάσος με το τσεκούρι (ενν. τελειώνουν)˙ κάθε εργασία απαιτεί δεξιότητα και γνώση για να ολοκληρωθεί)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
δάσος