ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οροσπού (ουσ. θηλ.) οροσπού [οroˈspu] Σινασσ., Φάρασ. ορουσπού [οruˈspu] Φάρασ. ροσπού [roˈspu] Μαλακ. οροσπούσα [οroˈspusa] Μισθ., Τελμ. οροπούσα [οroˈpusa] Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ. ορασπίσα [οraˈspisa] Φάρασ. ροσπί [roʹspi] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. orospu (< περσ. ruspī) = πόρνη, όπου και διαλεκτ. τύπ. rospu. Οι τύπ. σε -ίσα, -ούσα αναλογ. προς άλλα θηλ. -ούσα, -ίσα. Η λ. Πόντ.
Πόρνη ό.π.τ. : Από 12 χρονού ήμουνα οροσπούσα, τώρα 75 χρονού 'μαι, είμαι πεζεβέγκα (Από 12 χρονών ήμουνα πόρνη, τώρα είμαι 75 χρονών, είμαι προαγωγός) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Δέν 'το λίο καλό ναίκα, ροσπί (Δεν ηταν καθόλου καλή γυναίκα, ήταν πόρνη) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Τ’ ασκιγιάδες κοιμηθήκαν με τσ’ οροσπούσες (Οι καλόγεροι κοιμήθηκαν με τις πόρνες) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Ζ’ ορασπίσας το καdζ̑ίν ντου ‘κου’, το τσ̑ουφάλιν ντου ‘ς τα πελα̈́δε τζ̑ο γλυτώνει (Εκείνος που ακούει της πόρνης τα λόγια, το κεφάλι του δεν το γλυτώνει από τους μπελάδες˙ για τις συνέπειες των κακών συναναστροφών) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ένα τ͑αχτα πάνω, ένα τ͑αχτά κάτω, μέση τ’ τσ̑είνdι ένα οροπούσα (ένα ξύλο πάνω, ένα ξύλο κάτω, στη μέση βρίσκεται μιά πόρνη˙ η χελώνα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. καχμπέσα, πουτάνα, σκρόφα