οροσπού
(ουσ. θηλ.)
οροσπού
[οroˈspu]
Σινασσ., Φάρασ.
ορουσπού
[οruˈspu]
Αξ., Φάρασ.
ροσπού
[roˈspu]
Μαλακ.
οροσπούσα
[οroˈspusa]
Μισθ., Τελμ.
οροπούσα
[οroˈpusa]
Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ.
ορασπίσα
[οraˈspisa]
Φάρασ.
ροσπί
[roˈspi]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. orospu (< περσ. ruspī) = πόρνη, όπου και διαλεκτ. τύπ. rospu. Οι τύπ. σε -ίσα, -ούσα αναλογ. προς άλλα θηλ.
Πόρνη
ό.π.τ.
:
Από 12 χρονού ήμουνα οροσπούσα, τώρα 75 χρονού 'μαι, είμαι πεζεβέγκα
(Από 12 χρονών ήμουνα πόρνη, τώρα είμαι 75 χρονών, είμαι προαγωγός)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Δέν 'το λίο καλό ναίκα, ροσπί
(Δεν ήταν καθόλου καλή γυναίκα, ήταν πόρνη)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Τ’ ασκηγιάδες κοιμηθήκαν με τσ’ οροσπούσες
(Οι καλόγεροι κοιμήθηκαν με τις πόρνες)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Ζ’ ορασπίσας το κατζ̑ίν ντου ‘κου’, το τσ̑ουφάλιν ντου ‘ς τα πελα̈́δε τζ̑ο γλυτώνει
(Εκείνος που ακούει της πόρνης τα λόγια, το κεφάλι του δεν το γλυτώνει από τους μπελάδες˙ για τις συνέπειες των κακών συναναστροφών)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
καχμπέσα, πουτάνα, σκρόφα :2
Τροποποιήθηκε: 11/12/2024