ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορνίθι (ουσ. ουδ.) ορνίθι [orˈniθi] Μαλακ., Ποτάμ., Τσουχούρ., Φάρασ. ορνίθ' [orˈniθ] Ανακ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. ορνίχ' [orˈniç] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σεμέντρ., Τσαρικ. ορνίγ’ [orˈniʝ] Αξ., Ουλαγ., Τροχ. ορνίτ' [orˈnit] Φερτάκ. ορνίι [orˈnii] Μισθ., Τσαρικ. ορνί [orˈni] Αραβαν., Μισθ. Πληθ. ορνίθια [orˈniθça] Μαλακ., Ποτάμ., Φλογ. ορνίχια [orˈniça] Μισθ. ορνίγια [orˈniʝa] Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Φερτάκ. ορνίια [orˈniia] Μισθ. ορνία [orˈnia] Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Τσαρικ. όρνια [ˈornia] Αξ., Μισθ. ορνίθα [οrˈniθa] Τσουχούρ. ρνίθι [ˈrniθi] Σατ., Φάρασ. Αρχ. ουσ. ὀρνίθιον =μικρό πουλί και κυρίως κοτόπουλο.
Κότα ό.π.τ. : Τρία ορνία (Tρεις κότες) Αραβαν. -Dawk. Ορνιχιού φτείρ' (Kότας ψείρας, κοτόψειρες) Μισθ. -Κοτσαν. Εγώνα τὄνα τ’ ορνίθι μ’ πούλ’σα του (Εγώ τη μιά μου κότα την πούλησα) Μαλακ. -Dawk. Είσ̑εν σο μύλο του ένα κουμάσα και εφτά ορνίθια σην γκουμάσα (Είχε στον μύλο του ένα κοτέτσι και εφτά κότες στο κοτέτσι) Ποτάμ. -Dawk. Το ορνίχ’ κακλαΐζ’, να ’εννήσ’ (Η κότα κακαρίζει, θα γεννήσει) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σύφτασε σο σπίτσ̑ι τ’ μ’ ένα χολή, λάχ’σε το σ̑κυλί, κατακόλλ’σε τα ορνίγια τ’ (Έφτασε στο σπίτι της με ένα θυμό, κλότσησε το σκυλί, κυνήγησε τις κότες της) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Φέρ’ λί’ου πρασινάδα να ντώκουμ’ ντα ορνίχια (Φέρε λίγη πρασινάδα να δώσουμε στις κότες) Μισθ. -Κοτσαν. Το σον ντ’ ορνίχια σιάνισκαν φασαρία (Οι κότες σου έκανα φασαρία) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μάνα μ' σάγιξι 'να ορνίχ' (Η μάνα μου έσφαξε μιά κότα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Εγώ μιτσίκου, πχιέσα τα τ ’ορνίθι (Εγώ ήμουν μικρός (αλλά) έπιασα την κότα) Τσουχούρ. -VLACH || Φρ. Του ορνιιού τσιλιά (Το περίττωμα της κότας˙ κουτσουλιά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ορνιγιού λερό (Της κότας νερό˙ κοτόζουμο. Πβ. τουρκ. <em>tavuk suyu</em> = νερό της κότας, ζωμός κότας) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Όρνιθιού λιθέρ' (Πέτρα της κότας˙ πέτρα που έκλεινε την είσοδο του κοτετσιού για τις κότες) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Παροιμ. Είσ' ανdί κακώνα 'ρνίθι, χ̇έρ-γιερντέ 'νdαράζεσαι (Είσαι σαν χεσμένη κότα, παντού ανακατώνεσαι˙ Για ανθρώπους που εμπλέκονται σε ύποπτες δουλειές) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τ' 'ρνίθι γλυμίζει, γλυμίζει, έβγκαλεν ντα κάκε πάνου (Η κότα σκαλίζει, σκαλίζει, έβγαλε τα σκατά πάνω˙ για όσους ανασκαλεύουν ένα ζήτημα και ανακαλύπτουν δυσάρεστες πτυχές του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το νηστσ̑ικό το ορνί το γι’ αυτό τ’ σο ταχ̇ίλ μπαζαρί το ψ̑ηφά (Η νηστική κότα τον εαυτό της τον νομίζει στο παζάρι του σταριού˙ για τους πολύ πεινασμένους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Ντου γέ’μα ντώκα ντο ορνί’ια, ντ’ ορνί’ια ντώκα μι οβγά (Το σιτάρι το έδωσα στις κότες, οι κότες μου έδωσαν αβγά· από παιδ. άσμ.) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. όρνιθα :1, ταβούχι :1