ορνίθι
(ουσ. ουδ.)
ορνίθι
[orˈniθi]
Μαλακ., Ποτάμ., Τσουχούρ., Φάρασ.
ορνίθ'
[orˈniθ]
Ανακ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
ορνίχ'
[orˈniç]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σεμέντρ., Τσαρικ.
ορνίγ’
[orˈniʝ]
Αξ., Ουλαγ., Τροχ.
ορνίτ'
[orˈnit]
Φερτάκ.
ορνίι
[orˈnii]
Μισθ., Τσαρικ.
ορνί
[orˈni]
Αραβαν., Μισθ.
Πληθ.
ορνίθια
[orˈniθça]
Μαλακ., Ποτάμ., Φλογ.
ορνίχια
[orˈniça]
Μισθ.
ορνίγια
[orˈniʝa]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Φερτάκ.
ορνίια
[orˈniia]
Μισθ.
ορνία
[orˈnia]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Τσαρικ.
όρνια
[ˈornia]
Αξ., Μισθ.
ορνίθα
[οrˈniθa]
Τσουχούρ.
ρνίθι
[ˈrniθi]
Σατ., Φάρασ.
Αρχ. ουσ. ὀρνίθιον =μικρό πουλί και κυρίως κοτόπουλο.
Κότα
ό.π.τ.
:
Τρία ορνία
(Tρεις κότες)
Αραβαν.
-Dawk.
Ορνιχιού φτείρ'
(Kότας ψείρας, κοτόψειρες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Εγώνα τὄνα τ’ ορνίθι μ’ πούλ’σα του
(Εγώ τη μιά μου κότα την πούλησα)
Μαλακ.
-Dawk.
Είσ̑εν σο μύλο του ένα κουμάσα και εφτά ορνίθια σην γκουμάσα
(Είχε στον μύλο του ένα κοτέτσι και εφτά κότες στο κοτέτσι)
Ποτάμ.
-Dawk.
Το ορνίχ’ κακλαΐζ’, να ’εννήσ’
(Η κότα κακαρίζει, θα γεννήσει)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σύφτασε σο σπίτσ̑ι τ’ μ’ ένα χολή, λάχ’σε το σ̑κυλί, κατακόλλ’σε τα ορνίγια τ’
(Έφτασε στο σπίτι της με ένα θυμό, κλότσησε το σκυλί, κυνήγησε τις κότες της)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Φέρ’ λί’ου πρασινάδα να ντώκουμ’ ντα ορνίχια
(Φέρε λίγη πρασινάδα να δώσουμε στις κότες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το σον ντ’ ορνίχια σιάνισκαν φασαρία
(Οι κότες σου έκανα φασαρία)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μάνα μ' σάγιξι 'να ορνίχ'
(Η μάνα μου έσφαξε μιά κότα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Εγώ μιτσίκου, πχιέσα τα τ ’ορνίθι
(Εγώ ήμουν μικρός (αλλά) έπιασα την κότα)
Τσουχούρ.
-VLACH
|| Φρ.
Του ορνιιού τσιλιά
(Το περίττωμα της κότας˙ κουτσουλιά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ορνιγιού λερό
(Της κότας νερό˙ κοτόζουμο. Πβ. τουρκ. <em>tavuk suyu</em> = νερό της κότας, ζωμός κότας)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Όρνιθιού λιθέρ'
(Πέτρα της κότας˙ πέτρα που έκλεινε την είσοδο του κοτετσιού για τις κότες)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Παροιμ.
Είσ' ανdί κακώνα 'ρνίθι, χ̇έρ-γιερντέ 'νdαράζεσαι
(Είσαι σαν χεσμένη κότα, παντού ανακατώνεσαι˙ Για ανθρώπους που εμπλέκονται σε ύποπτες δουλειές)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τ' 'ρνίθι γλυμίζει, γλυμίζει, έβγκαλεν ντα κάκε πάνου
(Η κότα σκαλίζει, σκαλίζει, έβγαλε τα σκατά πάνω˙ για όσους ανασκαλεύουν ένα ζήτημα και ανακαλύπτουν δυσάρεστες πτυχές του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το νηστσ̑ικό το ορνί το γι’ αυτό τ’ σο ταχ̇ίλ μπαζαρί το ψ̑ηφά
(Η νηστική κότα τον εαυτό της τον νομίζει στο παζάρι του σταριού˙ για τους πολύ πεινασμένους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Ντου γέ’μα ντώκα ντο ορνί’ια, ντ’ ορνί’ια ντώκα μι οβγά
(Το σιτάρι το έδωσα στις κότες, οι κότες μου έδωσαν αβγά· από παιδ. άσμ.)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
όρνιθα :1, ταβούχι :1