ορλάτημα
(ουσ. ουδ.)
ορλάτημα
[orˈlatima]
Φάρασ.
Από το ρ. ορλατίζω, όπου και τύπ. ορλατώ, και το παραγωγ. επίθμ. -ημα.
Το σκαρφάλωμα
Φάρασ.