ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορίζω (ρ.) ορίζω [oˈrizo] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. ορίζου [oˈrizu] Μισθ., Φάρασ. ορίς̑ [oˈriʃ] Μαλακ. Αόρ. όρ’σα [ˈorsa] Αξ., Αραβαν., Φλογ. όρισε [ˈorise] Μισθ., Φάρασ. όρ’σε [ˈorse] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ. όρ’σι [ˈorsi] Μαλακ., Σίλ. Πληθ. όρ’σετ’ [ˈorset] Φλογ. όριστε [ˈoriste] Αραβαν. όρισατι [ˈorisati] Αραβαν. ορίστε [oˈriste] Φλογ. Αρχ. ρ. ὁρίζω. Ο τύπ. ὄρ’σε νεότ.
1. Μτβ., ορίζω, καθιστώ κάτι συγκεκριμένο, καθορίζω τα όρια, προσδιορίζω Αξ., Αραβαν., Γούρδ., κ.α., Μαλακ., Μισθ. : Πήε στάη 'ς του πλιματικό τσι όρισεν ντου τι να ποίκει (πήγε και στάθηκε στον πνευματικό και του όρισε τι να κάνει) Μισθ. -Κωστ.Μ. Όρ’σαν το μέρα το να μποίκουν το γάμος (όρισαν την ημέρα να κάνουν τον γάμο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. ’ς το τεμπέλ’ όρ’σε όργο, ας σε μάγ΄ μελό (στον τεμπέλη όρισε δουλειά, να σου δώσει γνώμη˙ για τις δικαιολογίες που βρίσκει ο τεμπέλης για να αποφύγει μιας δουλειά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Διατάζω καποιον να κάνει κάτι ό.π.τ. : Όρ’σα το ένα όργο (τον διέταξε (ενν. να κάνει) μιά δουλειά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Αυτσ̑ή χεμέν ορίζει μας (αυτή διαρκώς μας διατάζει) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Ασμ. Και λέν «βαβάς σου γυρεύ’ τον Φωκά να του δώσει δουλειά». Και εκείνο, όπου ήταν, ήρτε και ρωτά «τι με λέτε τι με ορίζετε» (και λέει «Ο πατέρας σου ψάχνει τον Φωκά να του αναθέσει δουλειά῾ Και εκείνο, από όπου ήταν, ήρθε και ρωτἀ «τι μου λέτε, τι με διατάζετε» ) Καππ. -Αινατζ. Συνών. πιτάζω, τεμπεχλετίζω, μπουγιουρντίζω
β. Ειδικότ., για εξομολόγο, επιβάλλω το επιτίμιο μετά την εξομολόγηση Ανακ. : Όριζεν μετάνοιες κατά τα αμαρτίε τουν (επέβαλε τις μετάνοιες ανάλογα με τις αμαρτίες τους ) Ανακ. -Κωστ.Α.
γ. Εξουσιάζω κάποιον Γούρδ., Φάρασ.
3. Επιτρέπω να γίνει κάτι Μισθ. : Χεγός α ντεν ορίσ’, ένα σε ντε σάνιξαμ’ (αν δεν το επιτρέψει ο Θεός, τίποτα δεν κάνουμε) Μισθ. Συνών. αφήνω :2, δίνω :3
4. Αμτβ., μπορώ να παντρευτώ συγγενή ορισμένου βαθμού συγγενείας Φλογ. : Τ’ εμέτ’ το παιδί μετ’ τ’ εσέτ’ το κορίτσ’ ορίζ’νε (ο δικός μου ο γιος με το δικό σου κορίτσι επιτρέπεται να παντρευτούν) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
β. Ως απρόσωπο ρήμα, επιτρέπεται ο γάμος ανάμεσα συγγενείς ορισμένου βαθμού συγγενείας Ανακ. : Αν ‘κε βγαίνισ̑καν οχτώ προσώπατα, δεν όριζεν (δεν επιτρεπόταν ο γάμος αν δεν είχαν περάσει τον οκτώ πρόσωπα, δηλαδή τον όγδοο βαθμό συγγένειας ) Ανακ. -Κωστ.Α.
5. Κυρίως στην προστ., πέρασε, έλα Καππ. : Όρισε, να φάμε (έλα, να φάμε) Φάρασ. -Dawk. Ορίστε καμbρού τα φορέματα (Ελάτε στην τελετή του ντυσίματος του γαμπρού) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Ορίστε σο κουβέι/ κ̇ιζ μπασ̑ί (ορίστε στου γαμπρού/νύφης το τραπέζι˙ το έλεγαν όταν την Τετάρτη πριν το γάμο προσκαλούσαν τους φίλους και συγγενείς στο τραπέζι του γάμου) Ανακ. -Κωστ.Α. Καλώς όρ’σες (καλώς όρισες, καλώς ήρθες˙ ως χιαιρετισμός) Ανακ. -Κωστ.Α.
6. Στην προστακτική, ως ευγενική έκφραση, παρακαλώ, ορίστε Αξ., Αραβαν., κ.α., Μαλακ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. : Βιριάν-νει τσ̑ην γκόρην ντου: «Μαρία, Μαρία.». Μαρία κι λαγεί: «όρσι» (φωνάζει στην κόρη του «Μαρία, Μαρία». Η Μαρία απαντά «ορίστε») Σίλ. -Dawk. Συνών. ιστέ