μπουγιουρντίζω
(ρ.)
μπουγιουρντούζω
[buʝurʹduzo]
Αξ.
μπουγιουρντώ
[buʝurʹdο]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
πουγιουρντάω
[puʝurʹdao]
Φάρασ.
Προστ.
μπουγιούρντα
[buˈʝurda]
Αφσάρ.
Αόρ.
πουγιούρτ'σα
[puˈʝurtsa]
Φάρασ.
Από τον αόρ. buyurdu του τουρκ. ρ. buyurmak = διευθύνω, εξουσιάζω. Πβ. νεότ. ρ. μπουγιουρτίζω (Mackridge 2021: 41).
1. Ορίζω, αναθέτω, διατάζω
ό.π.τ.
:
Μπουγιούρντα, 'γώ ’ν ντα ποι-έσου
(Eσύ διάταξε, εγώ θα το κάνω)
Αφσάρ.
-Dawk.
Ό,τσ̑ι μπουγιουρντούιτ’, ζάζουμ’ το
(Ό,τι μας διατάξετε, θα το κάνουμε)
Αραβαν.
-Φωστ.
Χαρέ ερ να πουγιουρτήεις αν τσοτσούχι να ποίτσ̑ει αν έργου, να σα ειπεί 'γω κουράστα!
(Τώρα αν βάλεις ένα παιδί να κάνει μιά δουλειά, θα σου πει εγώ κουράστηκα!)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
‘σου να πουγιουρντάς, φα’ στσ̑ύλου κρα̈ς έν’ τζ̑αφ’ κα’ό
(Αντί να διατάζεις, πιο καλό να φας κρέας σκύλου˙ πεισματική αρνητική απάντηση σε εντολή, δεν πα' να λες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Τον από πουγιούρτ’σαν dα, πουγιούρτ’σε πάλι ατσ̑είνος το βράδιν dου
(Την αλεπού διέταξαν, διέταξε πάλι εκείνη την ουρά της˙ για όσους μεταθέτουν ευθύνες ή υποχρεώσεις τους σε άλλους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ορίζω, πιτάζω, τεμπεχλετίζω
2. Ειδικότ., δίνω εντολή σε κάποιον να πάει κάπου
Φάρασ.
:
Ένι καό, ένι τσαλισχάνους, για λέικκου να πουγιουρτήεις σε μερέ αν το σ̑υλί δάκνει
(Είναι καλή, είναι εργατική, αλλά λίγο να την στείλεις σε ένα μέρος σαν το σκυλί δαγκώνει)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Με πουγιουρτάνγκεν το βραδύ τζαι λέγκα τη «’γώ φοβούμαι ΄σ’ τη σκοτεινία, όξου τζ̑ο βγκαίνου»
(Με έστελνε (σε δουλειές) το βράδυ και της έλεγα «εγώ φοβάμαι το σκοτάδι, έξω δεν βγαίνω»)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.