ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποσουνά (επίρρ.) μποσ̑ουνά [boʃuˈna] Αραβαν., Μισθ. μποσουνά [bosuˈna] Ουλαγ. ποσ̑ουνά [poʃuˈna] Φάρασ. ποσουνά [posuˈna] Φάρασ. μποσ̑-μποσ̑ουνά [boʃboʃuˈna] Αραβαν. ποσ̑-ποσ̑ουνά [poʃpoʃuˈna] Φάρασ. μπομ-μποσ̑ουνά [bomboʃuʹna] Αραβαν. Από το τουρκ. επίρρ. boşuna = μάταια. Οι τύπ. μποσ̑-μποσ̑- και ποσ̑-ποσ̑- με εμφατ. αναδιπλ. Πβ. μποσά
Άδικα, μάταια ό.π.τ. : Μποσουνά με γιορουλντάτ' (Μην κοπιάζετε άδικα) Ουλαγ. -Κεσ. Ξεύρεις ντε ξεύρεις, μποσ̑ουνά με λαλείς (Ξέρεις δεν ξέρεις, μάταια μη μιλάς) Ουλαγ. -Κεσ. 'τουν ντε ντου ξέρεις μποσ̑ουνά με γκιαλατσεύεις (Αφού δεν το ξέρεις, άδικα μη μιλάς) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Μη τα τρουβανίζεις ποσουνά (μη τα κοπανίζεις μάταια˙ μην ματαιοπονείς) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ατιέ, βερεσέ :1, γαράλτσα, τζάμπα :2, χαράμι