μποσουνά
(επίρρ.)
μποσ̑ουνά
[boʃuˈna]
Αραβαν., Μισθ.
μποσουνά
[bosuˈna]
Ουλαγ.
ποσ̑ουνά
[poʃuˈna]
Φάρασ.
ποσουνά
[posuˈna]
Φάρασ.
μποσ̑-μποσ̑ουνά
[boʃboʃuˈna]
Αραβαν.
ποσ̑-ποσ̑ουνά
[poʃpoʃuˈna]
Φάρασ.
μπομ-μποσ̑ουνά
[bomboʃuʹna]
Αραβαν.
Από το τουρκ. επίρρ. boşuna = μάταια. Οι τύπ. μποσ̑-μποσ̑- και ποσ̑-ποσ̑- με εμφατ. αναδιπλ.
Πβ.
μποσά
Άδικα, μάταια
ό.π.τ.
:
Μποσουνά με γιορουλντάτ'
(Μην κοπιάζετε άδικα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ξεύρεις ντε ξεύρεις, μποσ̑ουνά με λαλείς
(Ξέρεις δεν ξέρεις, μάταια μη μιλάς)
Ουλαγ.
-Κεσ.
'τουν ντε ντου ξέρεις μποσ̑ουνά με γκιαλατσεύεις
(Αφού δεν το ξέρεις, άδικα μη μιλάς)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Μη τα τρουβανίζεις ποσουνά
(μη τα κοπανίζεις μάταια˙ μην ματαιοπονείς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ατιέ, βερεσέ :1, γαράλτσα, τζάμπα :2, χαράμι