ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποσά (επίθ.) μποσ̑ά [boˈʃa] Σίλ. μπόσ̑α [ˈboʃa] Σίλ. μποστά [boˈsta] Μισθ. Από το τουρκ. επίρρ. boşa = άσκοπα, μάταια, το οπ. από πτωτικό τύπ. του επιθ. boş/μπος = άδειος. Ο τύπ. μποστά από τον πτωτικό τύπ. boşta = α) στο κενό, σε απραξία β) ως επίθ., αδρανής, αδέσποτος (πβ. τουρκ. φρ. boşta gezmek = είμαι ρέμπελος, ανεπρόκοπος, Redhouse). Πβ. μπος, μποσουνά
1. Άπραγος ό.π.τ. : Έγερ να στασείς μποσ̑ά, φάγημα ρέ σε σ’ ρώσου (Αν μείνεις άπραγος, φαγητό δεν θα σου δώσω) Σίλ. -Dawk.
2. Χαμένος, μάταιος : Γούλου του φαΐ πήγε μποσ̑ά, όξισι (Όλο το φαΐ πήγε χαμένο, ξίνισε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
3. Αδέσποτος Μισθ. : Μποστά σκυλί (αδέσποτο σκυλί) Μισθ. -Κοτσαν.