μποσά
(επίθ.)
μποσ̑ά
[boˈʃa]
Σίλ.
μπόσ̑α
[ˈboʃa]
Σίλ.
μποστά
[boˈsta]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίρρ. boşa = άσκοπα, μάταια, το οπ. από πτωτικό τύπ. του επιθ. boş/μπος = άδειος. Ο τύπ. μποστά από τον πτωτικό τύπ. boşta = α) στο κενό, σε απραξία β) ως επίθ., αδρανής, αδέσποτος (πβ. τουρκ. φρ. boşta gezmek = είμαι ρέμπελος, ανεπρόκοπος, Redhouse).
Πβ.
μπος,
μποσουνά
1. Άπραγος
ό.π.τ.
:
Έγερ να στασείς μποσ̑ά, φάγημα ρέ σε σ’ ρώσου
(Αν μείνεις άπραγος, φαγητό δεν θα σου δώσω)
Σίλ.
-Dawk.
2. Χαμένος, μάταιος
:
Γούλου του φαΐ πήγε μποσ̑ά, όξισι
(Όλο το φαΐ πήγε χαμένο, ξίνισε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
3. Αδέσποτος
Μισθ.
:
Μποστά σκυλί
(αδέσποτο σκυλί)
Μισθ.
-Κοτσαν.