μπόρμπαζάρ
(ουσ. ουδ.)
μπόρμπαζάρ
[ˈborbazar]
Γούρδ., Τελμ., Φερτάκ.
Από το τουρκ. ουσ. Borpazarı = γεωργική αγορά στην πόλη Μπορ της περιφέρειας Νίγδης.
H ημέρα Τρίτη, επειδή εκείνη την ημέρα γινόταν το εβδομαδιαίο παζάρι στην πόλη Μπορ
ό.π.τ.