ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποντζούκι (ουσ. ουδ.) μποντζούκ [bonˈdzuk] Τροχ. μποντζούχ' [bonˈdzux] Σίλ. ποντζ̑ούχι [ponˈdʒuçi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. boncuk = χάντρα, όπου και διαλεκτ. τύπ. boncuh.
Χάντρα ό.π.τ. Συνών. ζινίχι :1
Τροποποιήθηκε: 08/09/2025