μποντζούκι
(ουσ. ουδ.)
μποντζούκ
[bonˈdzuk]
Τροχ.
μποντζούχ'
[bonˈdzux]
Σίλ.
πονdζ̑ούχι
[ponˈdʒuçi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. boncuk = χάντρα, όπου και διαλεκτ. τύπ. boncuh.