μποκλούχ
(ουσ. ουδ.)
μποκλούχ
[boˈklux]
Αραβαν., Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. bokluk = α) σωρός κοπριάς β) βρώμικος χώρος γ) ακαταστασία, κακή κατάσταση δ) διαλεκτ. πατσάς, όπου και διαλεκτ. τύπ. bohluh.