ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποϊουτίζω (ρ.) μπöγϋττίζω [bøʝytʹtizo] Αραβαν. μποϊoυτίζου [boiˈutizu] Μισθ. Από τον αόρ. büyüttü του τουρκ. ρ. büyütmek = α) μεγεθύνω β) υπερβάλλω γ) μεγαλώνω παιδί, όπου και διαλεκτ. τύπ. böyütmek (Tietze 2016, λ. böyüt-).
Μτβ., μεγαλώνω κάποιον ό.π.τ. : Έπ'κα νιές να το μπöγϋττίζω (Πήρα την απόφαση να το μεγαλώσω, ενν. το μοσχαράκι) Αραβαν. -Φωστ. Συνών. αυξάνω :2, γετίζω :5, μποϊουτουρντίζω