αυξάνω
(ρ.)
'βξάγω
[ˈvksaɣo]
Φάρασ.
'φξάω
[ˈfksao]
Φάρασ.
'βξάω
[ˈvksao]
Αφσάρ., Φάρασ.
ξάγω
[ˈksaɣo]
Φάρασ.
ξάω
[ˈksao]
Φάρασ.
ξάου
[ˈksau]
Φάρασ.
Παρατατ.
έξ̑εινα
[ˈekʃina]
Σίλ.
ξάνκα
[ˈksanka]
Φάρασ.
ξ̑ήν̑ισκα
[ˈkʃiɲiska]
Σίλ.
Αόρ.
ηύξησα
[ˈifksisa]
Φάρασ.
ήβξησα
[ˈivksisa]
Φάρασ.
ήξησα
[ˈiksisa]
Τσουχούρ., Φάρασ.
εύξησα
[ˈefksisa]
Φκόσ.
Παθ.
ξ̑ην̑ίσκουμαι
[kʃiˈɲiskumu]
Σίλ.
ξ̑ην̑ίσκουμου
[kʃiˈɲiskumu]
Σίλ.
σ̑ην̑ίσκουμου
[ʃiˈɲiskumu]
Σίλ.
Από το αρχ. ρ. αὐξάνω. Οι τύπ. 'βξάγω και ξάγω αναλογ. με βάση τους αορ. ηύξησα και ήξησα. Οι τύπ. με ξ̑- με αποβολή του άτονου αρκτ. α- και απλοποίηση του συμφωνικού συμπλ. [fks]. Οι παθ. τύπ. αναλογ. προς τον πρτ. ξ̑ήνισκα.
1. Γίνομαι μεγαλύτερος ως προς τον όγκο, την έκταση, την δύναμη, την ηλικία κλπ.
Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
:
Τα ψε'ίκα σην εβντομάδα το χα αυξήσει, ηύξησε την ημέρα· την ημέρα το χα αυξήσει, ηύξησε την ώρα
(Τα μικρά παιδάκια μεγάλωσαν σε μιά μέρα όσο θα μεγάλωναν σε μιά βδομάδα· όσο θα μεγάλωναν σε μιά μέρα, μεγάλωσαν σε μιά ώρα)
Φάρασ.
-ΙΛΝΕ
Δέβη δεκαπένdε χρόνες, το μαχτσούμι ηύξησε
(Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια, το παιδί μεγάλωσε)
Φάρασ.
-Dawk.
Ηύξησε τσ̑αι πήε σο δάσκαλο να μάθει ψάλματα
(Μεγάλωσε και πήγε στον δάσκαλο να μάθει γράμματα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σα ηύξησαν πάλι, παρέδωσέν τα 'πό ένα 'πό ένα
(Όταν μεγάλωσαν, τα πάντρεψε ένα ένα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Το φσόκκο μο τ' άβγο του ηύξησαν ταρνά
(Το παιδί με το άλογό του μεγάλωσαν γρήγορα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ηύξησαν τα βάρτε
(Μεγάλωσαν τα τριαντάφυλλα)
Φάρασ.
-ΙΛΝΕ
Ηύξησε, ηύξησε ένdουνε α μέγο σ̑αμανικό
(Μεγάλωσε, μεγάλωσε, έγινε ένα μεγάλο καρπούζι)
Φάρασ.
-Dawk.
Αούτσα γιασατι-έσαμι, ξήσαμι τσαι ενόμιστι σαγλάμα
(Έτσι περάσαμε την ζωή μας, μεγαλώσαμε και γίναμε γεροί)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ματέμ ήξισαν, ήρτιν ο ταρός ν' dα παραδώσουν
(Όταν μεγάλωσαν, ήρθε ο καιρός να τα παντρέψουν, ενν. τα κοριτσάκια)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Eύξησεν ο φένgος
(Μεγάλωσε το φεγγάρι˙ Το φεγγάρι είναι στα μισά του)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ373
|| Παροιμ.
Ηύξησε το γαϊρίδι, το σαμάρι μουτσ̑ουκιένε
(Μεγάλωσε το γαϊδούρι, το σαμάρι μίκρυνε˙ Όταν μεγαλώνουν τα παιδιά και δεν τους χωράνε τα ρούχα τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
ς στράταζ ο τσ̑αλούς τζ̑ο 'φξά
(Το δέντρο του δρόμου δεν μεγαλώνει˙ παιδί ή έργο χωρίς φροντίδα δεν μπορεί να προοδεύσει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
μεγαλίζω
β.
Και μεσοπαθ.
Σίλ.
:
'ρώ τα τέκνα σ̑ην̑ίσκουντι, 'ενίσκουντι οπ' τριώ χρονώ
(Αυτά τα παιδιά μεγαλώνουν, γίνονται τριών χρονών
)
Σίλ.
-Dawk.
Μέρες 'ξην̑ίσκουντι
(Οι μέρες μεγαλώνουν
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Μτβ., μεγαλώνω κάποιον
Φάρασ.
:
Τα κορτσόκκα τ'ς ήσανdε μουτσούκκα τζ̑' ηύξησέ τα μό' μο τα μάκα̈ τ'ς
(Τα κοριτσάκια της ήτανε μικρά και τα μεγάλωσε μόνο με τους κόπους της)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
ανασταίνω :2, γετίζω, μποϊουτουρντίζω