ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αρτιρντίζω (ρ.) αρτι̂ρντι̂́ζω [artɯrˈdɯzo] Αραβαν. αρτι̂ρτίζω [artɯrˈtizo] Μαλακ. αρτ͑ουρντίζου [artʰurˈdizu] Μισθ., Τσαρικ. αρντώ [arˈdo] Φλογ. Αόρ. αρτι̂́ρσα [arˈtɯrsa] Μαλακ. αρτούρσα [arˈtursa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. artırmak (αόρ. artırdı) = α) προσαυξάνω, κάνω να αυξηθεί β) αφήνω περίσσευμα γ) πλειοδοτώ, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. νεότ. ρ. ἀρτιρδίζω (Mackridge 2021: 103). H λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. (βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀρτιρdίζω).
Αυξάνω, προσαυξάνω, πολλαπλασιάζω ό.π.τ. : Αζ μη τα αρτι̂ρντι̂́ζουμ' τα γκελεdζ̑ά (Ας μην τα πολυλογούμε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Αρτούρσιν τα τσιγούρια (Αύξησε τα πέρα-δώθε, τις επισκέψεις) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αυξάνω