ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αρχινίζω (ρ.) αρχινίζου [arçiˈnizu] Μισθ. αρσ̑ιν̑ίζου [arʃiˈɲizu] Σίλ. Παρατατ. αρχίνιζα [arˈçiniza] Μισθ. Αόρ. αρσ̑ίν'σα [arˈʃinsa] Σίλ. αρχίν̑ισα [arˈçiɲisa] Σίλ. Από το νεότ. ρ. ἀρχινίζω, το οπ. από το μεσν. ρ. ἀρχινῶ (αναλογ. κατά το ρ. ξεκινῶ) με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω.
Αρχίζω ό.π.τ. : Αρχιν̑ίσασ̑ι να κλ̑είνουσ̑ι τα μαγαζιά (Άρχισαν να κλείνουν τα μαγαζιά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Αφού φόρουναν ντου, νύφ' αρχίνιζιν κλαίιξιν (Αφού την έντυναν, η νύφη άρχιζε και έκλαιγε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Παίνιξαν σου τοκάν', αρχίνιζαν μέυζαν, άιδι (Πήγαιναν στο καφενείο, άρχιζαν να μεθάνε, άντε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ