αρτσάς
(ουσ. αρσ.)
αρτσ̑άς
[arˈtʃas]
Αραβαν.
αρτζάς
[arˈdzas]
Σινασσ.
αρτσ̑ές
[arˈtʃes]
Μισθ.
Θηλ.
άρτσ̑α
[ˈartʃa]
Αξ.
Ίσως τουρκ. προέλευσης (Κωστάκης 1977: 510), και πιθ. από το ουσ. karaca = νιγέλλα.
1. Το ποώδες φυτό Νιγέλλα η εδώδιμος (Nigella sativa) της οικογενείας των βατραχιοειδών (Ranunculaceae)
ό.π.τ.
2. Οι σπόροι του φυτού αυτού, κοινώς ονομαζόμενοι μαυροκούκι ή μαυροσούσαμο, σύνηθες μπαχαρικό
ό.π.τ.