αρύς
(επίθ.)
αρύ
[aˈri]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το μεσν. επίθ. ἀρύς, το οπ. από το αρχ. ἀραιός με μεταπλ. σε -ύς με βάση το θηλ. αριά (<ἀραιά).