ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αρχινός (επίθ.) αρσ̑ινός [arʃiˈnos] Σίλ. αρσ̑ινό [arʃiˈno] Ανακ., Σινασσ. Από το ουσ. αρχή, όπου και τύπ. αρσ̑ή, και το παραγωγ. επίθμ. -ινός.
1. Αρχικός ό.π.τ. Συνών. εμπροστινός, πρωτινός, σιφταχνός
2. Πρώτος Σινασσ. : Αρσ̑ινό ταξίδι (Το πρώτο ταξίδι ξενιτεμένου στην Πόλη μετά τον γάμο του) Σινασσ. -ΚΜΣ-ΚΠ333 Αρσ̑ιν̑ή του 'εναίκα είσ̑ι μιαν γκόρη· τούτσ̑η τσ̑ην γκόρη 'ζαριαν̑ή του 'εναίκα ρέν τζ̑ην αγάπησι (Η πρώτη του γυναίκα είχε μία κόρη· ετούτη την κόρη η τωρινή του γυναίκα δεν την αγάπησε) Σίλ. -Dawk. Συνών. αρχινός :2, έναμο, μπιριντζί :1, οντζίλ, πρώτος
3. Παλαιός ό.π.τ. : Αρσ̑ινά πράματά 'ναι (Είναι παλαιά (ή παλαιικά) πράγματα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Λέγισκάν τα οι αρσ̑ινοί μας (Τα έλεγαν οι παλιοί, οι πρόγονοί μας) Σινασσ. -Βλασ. || Φρ. Αρσ̑ινός άρτουπους (Παλαιός άνθρωπος˙ πολύ ηλικιωμένος άνθρωπος) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. εβελντινός, εμπροστινός, παλιακός, πρωτινός