αρχινός
(επίθ.)
αρσ̑ινός
[arʃiˈnos]
Σίλ.
αρσ̑ινό
[arʃiˈno]
Ανακ., Σινασσ.
Από το ουσ. αρχή, όπου και τύπ. αρσ̑ή, και το παραγωγ. επίθμ. -ινός.
2. Πρώτος
Σινασσ.
:
Αρσ̑ινό ταξίδι
(Το πρώτο ταξίδι ξενιτεμένου στην Πόλη μετά τον γάμο του)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333
Αρσ̑ιν̑ή του 'εναίκα είσ̑ι μιαν γκόρη· τούτσ̑η τσ̑ην γκόρη 'ζαριαν̑ή του 'εναίκα ρέν τζ̑ην αγάπησι
(Η πρώτη του γυναίκα είχε μία κόρη· ετούτη την κόρη η τωρινή του γυναίκα δεν την αγάπησε)
Σίλ.
-Dawk.
Συνών.
αρχινός :2, έναμο, μπιριντζί :1, οντζίλ, πρώτος
3. Παλαιός
ό.π.τ.
:
Αρσ̑ινά πράματά 'ναι
(Είναι παλαιά (ή παλαιικά) πράγματα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Λέγισκάν τα οι αρσ̑ινοί μας
(Τα έλεγαν οι παλιοί, οι πρόγονοί μας)
Σινασσ.
-Βλασ.
|| Φρ.
Αρσ̑ινός άρτουπους
(Παλαιός άνθρωπος˙ πολύ ηλικιωμένος άνθρωπος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
εβελντινός, εμπροστινός, παλιακός, πρωτινός