-άς
(επίθμ.)
-άς
[-ˈas]
Ανακ., Αραβαν., Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
Μεταγν. επίθμ. -ᾶς για την σημ. 1, το οπ. από το αρχ. επίθμ. -ᾶς, με το οπ. σχηματίζονταν υποκορ. κυρ. ον. ή παρων. τα οπ. δήλωναν ότι ο προσδιοριζόμενος φέρει χαρακτηριστικό ή ιδιότητα που δηλώνεται από την πρωτότυπη λέξη (Chantraine 1933: 31-32· βλ. και σημ. 2 στο παρόν λ.).
2. Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από στοιχεία ή ιδιότητες που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη
Αραβαν., Αφσάρ., Τελμ., Φάρασ., Φκόσ.
:
καβακάς
(είδος ασπρόπετρας)
Φάρασ.
κερατάς
(σαλιγκάρι)
Φάρασ., Τελμ.
κεφαλάς
(αρχηγός)
Αραβ.
ψεματάς
(ψεύτης)
Φάρασ.
Συνών.
-άδα :1, -ανός, -άρης :3, -άρι, -άτος, -ερός :1, -λής :1