αρχίδι
(ουσ. ουδ.)
ορχίγ̑'
[orˈçiʝ]
Αξ.
ορτσ̑ίδι
[οrˈtʃiði]
Κίσκ.
ορσ̑ίδ’
[orˈʃið]
Μαλακ.
αρχίγ̑'
[arˈçiʝ]
Αξ.
Πληθ.
'ρτσ̑ίδε
[rˈtʃiðe]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. ὀρχίδιον, υποκορ. του αρχ. ὄρχις. Οι τύπ. με αρκτ. α- λόγω συνεκφ. με το άρθρ. τα του πληθ.
Όρχις
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Ο κορνουκσούζης ποίτσ̑ε α υιός, ’άν’dα ’γαπήσει ντέι έβγκαλεν ντα ’ρτσ̑ίδε του
(Ο λαίμαργος έκανε ένα γιο, με το να τον αγαπήσει υπερβολικά, του έβγαλε τα αρχίδια˙ για όσους προκαλούν κακό με την υπερβολική τους αγάπη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αχαμνός, κρεμαστάρι :2, ντασάχι, χαγιά