αρχίζω
(ρ.)
Αόρ.
ήρχισα
[ˈirçisa]
Ποτάμ.
άρχισα
[ˈarçisa]
Μισθ.
Από το μεσν. ρ. ἀρχίζω, το οπ. από το ουσ. αρχή και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Αρχίζω
ό.π.τ.
:
Ήρχισε πάλι να τρανήσ'
(Άρχισε πάλι να κοιτάει)
Ποτάμ.
-Dawk.
'τουν άρχισιτ' να σπέριξιτ' τσαού, τι σπέριξαν, θείο;
(Όταν αρχίσατε να σπέρνετε εδώ, τι σπέρνανε, θείο;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Άρχισι χερά χερά να καταβαίν' σου πλεφρό
(Άρχισε σιγά σιγά να κατεβαίνει στο πηγάδι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Συνών.
αρχεύω, αρχινίζω, μπασλαντίζω