ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αρχίζω (ρ.) Αόρ. ήρχισα [ˈirçisa] Ποτάμ. άρχισα [ˈarçisa] Μισθ. Από το μεσν. ρ. ἀρχίζω, το οπ. από το ουσ. αρχή και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Αρχίζω ό.π.τ. : Ήρχισε πάλι να τρανήσ' (Άρχισε πάλι να κοιτάει) Ποτάμ. -Dawk. 'τουν άρχισιτ' να σπέριξιτ' τσαού, τι σπέριξαν, θείο; (Όταν αρχίσατε να σπέρνετε εδώ, τι σπέρνανε, θείο;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Άρχισι χερά χερά να καταβαίν' σου πλεφρό (Άρχισε σιγά σιγά να κατεβαίνει στο πηγάδι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ Συνών. αρχεύω, αρχινίζω, μπασλαντίζω