μπασλαντίζω
(ρ.)
μπασ̑λαdίζω
[baʃlaˈdɯzo]
Αξ., Αραβαν.
μπασ̑λαdίζoυ
[baʃlaˈdizu]
Μαλακ.
μπασ̑λαΐζου
[baʃlaˈizu]
Μισθ., Σίλ., Τσαρικ.
μπασ̑λαdώ
[baʃlaˈdo]
Σίλ.
πασ̑λατίζω
[paʃlaˈtizo]
Φάρασ.
πασ̑λατώ
[paʃlaˈto]
Φάρασ., Φλογ.
πασ̑λατώου
[paʃlaˈtou]
Φάρασ.
μπασλαdού
[baslaˈdu]
Ουλαγ.
Παρατατ.
πασ̑λάτανα
[paʃˈlatana]
Φλογ.
πασ̑λατίνκα
[paʃla΄tinka]
Αφσάρ.
πασ̑λατίσκα
[paʃla΄tiska]
Αφσάρ.
Αόρ.
μπασ̑λάτ'σα
[baʃˈlatsa]
Τελμ., Φερτάκ.
πασ̑λάτ’σα
[paʃˈlaˈtsa]
Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
μπασ̑λάισα
[baʃˈlaisa]
Σίλ.
Προστ.
μπασ̑λάδα
[baʃˈlaða]
Μισθ.
Μτχ.
πασ̑λατισμένου
[paʃlatiˈzmenu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. başlamak (αόρ. başladı) = αρχίζω. Πβ. ποντ. πασ̑λαεύω.
1. Αρχίζω μιά ενέργεια, αρχίζω να κάνω κάτι
ό.π.τ.
:
Σάμου πασ̑λατίνκεν ο παπάς το Βαγγέλιο, σηκούμεστε μεις ορτοί σηκούσαν τσ̑αι οι Τούρτσ̑οι
(Όταν άρχιζε ο παπάς το Ευαγγέλιο, σηκωνόμασταν εμείς όρθιοι, σηκώνονταν και οι Τούρκοι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Μπασλάιζαν τσόι δα νταούλια
(Άρχισαν τότε τα νταούλια (να παίζουν))
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μπασλάτσιν ντου κλάψιμου
(Άρχισε το κλάμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μι α νεκλεήρια μπασλάϊζαν σου λίχνημα
(Με τα λιχνιστήρια άρχιζαν το λίχνισμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τήφορα πασ̑λατά με τα διαβολκές και τα χωρίσ̑'
(Tότε αρχίζει με τις διαβολιές και τους χωρίζει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ο βασιλός δώτσ̑' έμπρι νὰ πασ̑λατίσ᾽ ὁ γάμος, τζαὶ πασ̑λάτ'σι
(Ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να αρχίσει ο γάμος, και άρχισε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Άρχισαν και μπασ̌λάτσαν και τα πέταναν επάνω τους αυτά τα ντεμίρια
(Άρχισαν και άρχισαν και τα πέταγαν επάνω τους αυτά τα σίδερα)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Μπασλάτ'σε να τσαλτίσ' το dαμρά
(Άρχισε να παίζει τον ταμπουρά)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πασλατίσκιν μο τη 'ράδα να κοπανίζει τα τσοτσούχα του
(Άρχιζε με την σειρά να δέρνει τα παιδιά του)
Αφσάρ.
-Παπαδ.
Ας μπασλαΐσου απ' εσέ
(Ας αρχίσω από σένα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Υστέρ’κου πασ̑λάτ’σι να βρεσ̑ίσει
(Μετά από λίγο άρχισε να βρέχει)
Τσουχούρ.
-VLACH
Άιντι μπασλάδα είπι αείμασις τί να ειπείς, ιτό γράβ'
(Άντε άρχισε μίλα, να δούμε τι θα πεις, αυτό (ενν. το μαγνητόφωνο) γράφει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Νά 'υρεύ' νά ποίκ' σπίτι πασ̑λάτει στό τ͑εμέλι
(Αν θέλεις να χτίσεις σπίτι άρχισε από το θεμέλιο˙ Κάθε εργασία πρέπει να έχει σταθερές βάσεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ανασύρω, ανοίγω
2. Ξεκινώ από κάπου
Μισθ.
:
Μπασ̑λάϊζαν απουγού απ΄του Μιστί μι α πτάρια πουρπάιζαν, σ̑ύφταναν τσ̑αχ Ρουσία
(Ξεκινούσαν αποδώ από το Μιστί με τα πόδια, περπάταγαν, έφταναν μέχρι τη Ρωσία)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Kαταφέρνω
Μισθ.
:
Τίαλ' τα μπασλάτσις ούτσα;
(Πώς τα κατάφερες έτσι;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ