ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπασλαντίζω (ρ.) μπασ̑λαdίζω [baʃlaˈdɯzo] Αξ., Αραβαν. μπασ̑λαdίζoυ [baʃlaˈdizu] Μαλακ. μπασ̑λαΐζου [baʃlaˈizu] Μισθ., Σίλ., Τσαρικ. μπασ̑λαdώ [baʃlaˈdo] Σίλ. πασ̑λατίζω [paʃlaˈtizo] Φάρασ. πασ̑λατώ [paʃlaˈto] Φάρασ., Φλογ. πασ̑λατώου [paʃlaˈtou] Φάρασ. μπασλαdού [baslaˈdu] Ουλαγ. Παρατατ. πασ̑λάτανα [paʃˈlatana] Φλογ. πασ̑λατίνκα [paʃla΄tinka] Αφσάρ. πασ̑λατίσκα [paʃla΄tiska] Αφσάρ. Αόρ. μπασ̑λάτ'σα [baʃˈlatsa] Τελμ., Φερτάκ. πασ̑λάτ’σα [paʃˈlaˈtsa] Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. μπασ̑λάισα [baʃˈlaisa] Σίλ. Προστ. μπασ̑λάδα [baʃˈlaða] Μισθ. Μτχ. πασ̑λατισμένου [paʃlatiˈzmenu] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. başlamak (αόρ. başladı) = αρχίζω. Πβ. ποντ. πασ̑λαεύω.
1. Αρχίζω μιά ενέργεια, αρχίζω να κάνω κάτι ό.π.τ. : Σάμου πασ̑λατίνκεν ο παπάς το Βαγγέλιο, σηκούμεστε μεις ορτοί σηκούσαν τσ̑αι οι Τούρτσ̑οι (Όταν άρχιζε ο παπάς το Ευαγγέλιο, σηκωνόμασταν εμείς όρθιοι, σηκώνονταν και οι Τούρκοι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Μπασλάιζαν τσόι δα νταούλια (Άρχισαν τότε τα νταούλια (να παίζουν)) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μπασλάτσιν ντου κλάψιμου (Άρχισε το κλάμα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μι α νεκλεήρια μπασλάϊζαν σου λίχνημα (Με τα λιχνιστήρια άρχιζαν το λίχνισμα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τήφορα πασ̑λατά με τα διαβολκές και τα χωρίσ̑' (Tότε αρχίζει με τις διαβολιές και τους χωρίζει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ο βασιλός δώτσ̑' έμπρι νὰ πασ̑λατίσ᾽ ὁ γάμος, τζαὶ πασ̑λάτ'σι (Ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να αρχίσει ο γάμος, και άρχισε) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Άρχισαν και μπασ̌λάτσαν και τα πέταναν επάνω τους αυτά τα ντεμίρια (Άρχισαν και άρχισαν και τα πέταγαν επάνω τους αυτά τα σίδερα) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Μπασλάτ'σε να τσαλτίσ' το dαμρά (Άρχισε να παίζει τον ταμπουρά) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πασλατίσκιν μο τη 'ράδα να κοπανίζει τα τσοτσούχα του (Άρχιζε με την σειρά να δέρνει τα παιδιά του) Αφσάρ. -Παπαδ. Ας μπασλαΐσου απ' εσέ (Ας αρχίσω από σένα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Υστέρ’κου πασ̑λάτ’σι να βρεσ̑ίσει (Μετά από λίγο άρχισε να βρέχει) Τσουχούρ. -VLACH Άιντι μπασλάδα είπι αείμασις τί να ειπείς, ιτό γράβ' (Άντε άρχισε μίλα, να δούμε τι θα πεις, αυτό (ενν. το μαγνητόφωνο) γράφει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Νά 'υρεύ' νά ποίκ' σπίτι πασ̑λάτει στό τ͑εμέλι (Αν θέλεις να χτίσεις σπίτι άρχισε από το θεμέλιο˙ Κάθε εργασία πρέπει να έχει σταθερές βάσεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ανασύρω, ανοίγω
2. Ξεκινώ από κάπου Μισθ. : Μπασ̑λάϊζαν απουγού απ΄του Μιστί μι α πτάρια πουρπάιζαν, σ̑ύφταναν τσ̑αχ Ρουσία (Ξεκινούσαν αποδώ από το Μιστί με τα πόδια, περπάταγαν, έφταναν μέχρι τη Ρωσία) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Kαταφέρνω Μισθ. : Τίαλ' τα μπασλάτσις ούτσα; (Πώς τα κατάφερες έτσι;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ