ανασύρω
(ρ.)
ανασύρω
[anaˈsiro]
Σίλ., Φερτάκ.
'νεσύρω
[neˈsiro]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ρ. ἀνασύρω. Ο τύπ. 'νεσύρω με διατήρηση της εσωτερικής αύξησης των παρελθοντικών χρόνων.
1. Μτβ., αποσύρω από την εστία μαγειρεμένο φαγητό, ιδίως για να απορροφήσει τα υγρά του
Σίλ., Φερτάκ.