ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανασύρω (ρ.) ανασύρω [anaˈsiro] Σίλ., Φερτάκ. 'νεσύρω [neˈsiro] Φάρασ. Από το μεταγν. ρ. ἀνασύρω. Ο τύπ. 'νεσύρω με διατήρηση της εσωτερικής αύξησης των παρελθοντικών χρόνων.
1. Μτβ., αποσύρω από την εστία μαγειρεμένο φαγητό, ιδίως για να απορροφήσει τα υγρά του Σίλ., Φερτάκ.
2. Αρχίζω Φάρασ. Συνών. ανοίγω, μπασλαντίζω