ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αναφόρι (ουσ. ουδ.) αναφόρ' [anaˈfor] Αξ., Γούρδ. Από το νεότ. ουσ. ἀναφόρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. anafor = α) ανάποδο ρεύμα β) εύκολο ή αθέμιτο κέρδος.
1. Η ανάρροια του ποταμού, η προς τα πίσω ροή των υδάτων Γούρδ.
2. Φιλοδώρημα Αξ. : || Φρ. Ντίνω αναφόρ’ (Δίνω φιλοδώρημα˙ δωροδοκώ) Αξ. Συνών. μπαξίσι