αναφόρι
(ουσ. ουδ.)
αναφόρ'
[anaˈfor]
Αξ., Γούρδ.
Από το νεότ. ουσ. ἀναφόρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. anafor = α) ανάποδο ρεύμα β) εύκολο ή αθέμιτο κέρδος.
1. Η ανάρροια του ποταμού, η προς τα πίσω ροή των υδάτων
Γούρδ.
2. Φιλοδώρημα
Αξ.
:
|| Φρ.
Ντίνω αναφόρ’
(Δίνω φιλοδώρημα˙ δωροδοκώ)
Αξ.
Συνών.
μπαξίσι