ανέμη
(ουσ. θηλ.)
ανέμα
[aˈnema]
Σίλ.
Από το μεταγν. ουσ. ἀνέμη. Για τον μεταπλ. -η > -α βλ. Χατζιδάκις, ΜΝΕ Α', 71-72, Κατσούδα (2005).
Ανέμη
Σίλ.
:
Οπ’ τσ̑ην ανέμα φτσ̑άνουν τσιλές
(Με την ανέμη φτιάχνουν θηλιές)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.