ανεψιός
(ουσ. αρσ.)
ανεψ̑ός
[aneˈpʃos]
Αξ., Αραβαν., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
ανεψ̑ό
[aneˈpʃo]
Αραβαν., Γούρδ.
ανιψ̑ός
[aniˈpʃos]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ.
ανιψιό
[anipˈsço]
Μισθ.
'νεψίος
[neˈpsios]
Φάρασ.
Θηλ.
ανεψ̑ά
[aneˈpʃa]
Αξ., Σίλ., Φλογ.
ανιψ̑ά
[aniˈpʃa]
Μαλακ., Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. ἀνεψιός. Ο τύπ. ανιψός με απουράνωση ήδη νεότ. O τύπ. 'νεψίος με αναβιβασμό του τόνου για την οπ. βλ. Ανδριώτης (1947: 24).
1. Ξάδελφος
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
:
’ς ένα ερυό μήνες να έρτσει ατσού ανεψιό μ’ Χαρελέμης να τα γιολ-λανdι̂́σω ερυό όμορφα τσέντες
(Σ’ έναν δυο μήνες θα έρθει εκεί ο εξάδελφός μου Χαράλαμπος, θα τους στείλω δύο όμορφες τσάντες)
Αραβαν.
-Φωστ.
Μικρό ήτομαι και καθόταμεστε, παίισ̑καμ' 'ς ένα ανεψ̑ά μ'
(Mικρή ήμουν και καθόμασταν, παίζαμε σε μιά ξαδέλφη μου)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Μι δου καφεdζή ίδιο όνουμα έχουμ' ίδιο επώνυμο έχουμ'· ξαδέλφια 'μιστι, ανεψιό δου έχου
(Με τον καφετζή έχουμε το ίδιο όνομα, το ίδιο επώνυμο· είμαστε ξαδέλφια, τον έχω ξάδελφο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ανέψι, ξάδελφος
β.
Ειδικότ., μακρινός ξάδελφος ή μακρινός συγγενής
Μισθ., Φάρασ.
2. Ανιψιός, γιος του αδελφού -ής ή του εξαδέλφου -ης
Αξ., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
:
Πιο ομbρό σκοτώην ανιψιό τ' μι 'ου μηχανάκι
(Πρωτύτερα σκοτώθηκε ο ανιψιός του με το μηχανάκι)
Ανεψιού τ’ παιρί πήρι
(Υιοθέτησε το παιδί του ανιψιού του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
αδελφιδάρι, αδελφιδής, γεγένι
β.
Προσφώνηση σε νεότερο
Αξ.