άνεμος
(ουσ. αρσ.)
άνεμος
[ˈanemos]
Γούρδ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
άνεμοζ
[ˈanemoz]
Φάρασ.
άνεμους
[ˈanemus]
Σατ.
άνιμους
[ˈanimus]
Φάρασ.
άνομος
[ˈanοmos]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
άνουμους
[ˈanumus]
Μαλακ., Σεμέντρ., Σίλ.
Αρχ. ουσ. ἄνεμος. Ο τύπ. άνομος με υποχωρητ. αφομ. [e-o] > [o-o].
1. Άνεμος, αέρας, συνήθως ο κρύος
ό.π.τ.
:
Έβγκη α σέλι, αν άνεμος· πήραν ντα αdζείνο το νομάτη
(Ήρθε ένα ρέμα, ένας άνεμος· πήραν εκείνον τον άνθρωπο)
Φάρασ.
-Dawk.
Ήρτ' α βυνατό άνεμος
(Ήρθε ένας δυνατός άνεμος)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Έρτσ̑ιτι άνουμος
(Έρχεται άνεμος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Φουσά άνομος
(Φυσάει άνεμος)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Αν ντεν έν' καλό παπά ντα γκαβάκια, χαλάν’ ντα ντο άνομος
(Αν δεν είναι καλός ο παπάς, τις λεύκες τις χαλάει ο άνεμος)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Tζο πόρκαν να κρατήσουν το σολούχι τουν 'ς τη βρώμα του φερείνκιν άνεμους
(Δεν μπορούσαν να κρατήσουν την αναπνοή τους στην βρώμα που έφερνε ο άνεμος)
Σατ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
Το απάνω άνομος
(Ο βόρειος άνεμος)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ
Το κάτω άνομος
(Ο νότιος άνεμος)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ
Σον άνεμο
(Στον άνεμο˙ άδικα, μάταια)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τα μυαλά τ’ πήριν τα άνουμους
(Τα μυαλά του τα πήρε ο άνεμος˙ πήραν τα μυαλά του αέρα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Παροιμ.
Του έρτσ̑εται 'ς τον άνεμο, πααίνει σον άνεμο
(Ό,τι έρχεται από τον άνεμο, πάει στον άνεμο˙ τα αθέμιτα κέρδη δεν διατηρούνται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τσ̑απ' 'α φυσήσει άνεμος, κώθει απιτσ̑εί τη μερα̈́
(Όπου θα φυσήξει ο άνεμος, γυρνά από κείνη την μεριά˙ για ασταθή άνθρωπο που αλλάζει τις πεποιθήσεις του ανάλογα με τις συνθήκες που τον συμφέρουν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το πϋρτσΰκι σ’ γαραdζ̑ά άνομος ντέν ντ’ άσπρισε
(Την μπούκλα σου άδικα ο αέρας δεν την άσπρισε˙ για ανθρώπους με μεγάλη πείρα)
Αξ.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
βοριάς, κρύος, ουρουσκιάρι, πούσι, χαβάς
2. Ευφημητ., ο διάβολος
Ανακ., Μαλακ., Σινασσ.
:
Άμ' σουν άνουμου!
(Άντε στον διάολο!)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
|| Φρ.
Άνεμε, και συ να σε πάρ' άνεμος
(Διάβολε, να σε πάρει κι εσένα ο διάβολος˙ υβριστικά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Έχ' άνομος
(Έχει άνεμο˙ είναι τρελός)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
διάβολος, διαβόλι, διάτανος, μερζεβούλ :1
3. Μτφ., πόνος στο στήθος
Αξ.
:
Εγιά 'ς τα καλάγια μ' σέμεν 'να άνομος
(Εδώ στα πλευρά μου μπήκε ένας άνεμος, ένας πόνος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πβ.
πόνεμα, πονεσιά, πόνος, σουλάιμα :1