ουρουσκιάρι
(ουσ. ουδ.)
ουρουζκα̈́ρι
[uruzˈkæri]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. rüzgâr = άνεμος, όπου και διαλεκτ. τύπ. ürüzgâr.