ουστελίκ
(επίρρ.)
ουστελίκ
[usteˈlik]
Σινασσ.
Από το τουρκ. επίρρ. üstelik = επιπλέον.
Επιπλέον
Συνών.
κιόλας
Τροποποιήθηκε: 10/07/2025