ουσαντίζω
(ρ.)
ουσανdι̂́ζω
[usan'dɯzo]
Αξ., Μαλακ.
ουσαντίζου
[usanˈdizu]
Μισθ.
οσαντίζω
[osanˈdizo]
Φάρασ.
ουσαντώ
[usanˈdo]
Φλογ.
οσανdι-έω
[osandiˈeo]
Φάρασ.
Αόρ.
οσάντσα
[osan'dizo]
Φάρασ.
ουσάντζησα
[uˈsandzisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. usanmak = α) βαριέμαι β) αηδιάζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. osanmak.
Απαυδώ
ό.π.τ.
:
Απ’ ετιά τα κ'λάκια εγώ ουσάντσα
(Αυτά τα παιδιά τα σιχάθηκα πια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το φσ̑άχι πάλι 'σ' τα μαργαώματα τζ̑αι 'ς του έφεν του ξύο οσάντ'σεν τζ̑' 'ενότου γαΐλ'
(To παιδί πάλι από τα μαλώματα και το ξύλο που έφαγε απηύδησε και συμφώνησε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Παιρί ουσάντζησε απ' μάνας τα καλαdζ̑ά κι βλογίσ'κι
(Το παιδί βαρέθηκε από τα λόγια της μάνας του (υποχώρησε) και παντρεύτηκε)
-Κωστ.Σ.