ουνούχι
(ουσ. ουδ.)
ουνούχι
[uˈnuçi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. unluk = α) σιτάλευρα β) αλευραποθήκη γ) ως επίθ., κατάλληλος για παρασκευή αλευριού, όπου και διαλεκτ. τύπ. unnuk (πβ. Αναστασιάδης 1980: 80). Πβ. και τουρκ. ουσ. un = αλεύρι.
Άλεσμα
:
|| Παροιμ.
Το μερμήτσ̑ι φότεζ έν' μερμήτσι, 'νανούται τσ̑αι του σ̑ειμωνού το ουνούχι
(Το μυρμήγκι που είναι μυρμήγκι σκέφτεται και του χειμώνα το άλεσμα˙ Ο συνετός άνθωπος πάντα προνοεί για το μέλλον)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.