ουλουντίζω
(ρ.)
ουλουdίζω
[uluˈdizo]
Δίλ.
ουλουτίζω
[ulu'tizo]
Μαλακ., Φάρασ.
'λουτίζω
[luˈtizo]
Σινασσ.
ουλουdούζω
[ulu'duzo]
Αξ., Αραβαν.
ουλουίζω
[ulu'izu]
Μισθ.
ουλουdουρίζω
[uluduˈrizo]
Αξ.
ουλουdώ
[uluˈdo]
Ανακ.
ουλουτώ
[uluˈto]
Φάρασ., Φλογ.
Αόρ.
ουλούτ'σα
[uˈlutsa]
Μαλακ., Τροχ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. ulumak = αλυχτάω. Ο τύπ. ουλουdουρίζω αναλογ. προς τις μεταβιβαστικές τουρκ. ρηματικές δομές σε -dır-.
1. Για σκύλους και λύκους, ουρλιάζω, αλυχτάω
ό.π.τ.
:
Αρχίνεψε να λιάζει γαβ γαβ και ύστερα να 'λουτίζει
(Άρχισε να υλακτεί γαβ γαβ και ύστερα να ουρλιάζει)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ουλουϊζ' δου σκυλί, αλλά ντε μπειράζ'
(Αλυχτάει το σκυλί, αλλά δεν πειράζει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
Το στσ̑υλί του ουλουτά σο χαϊμά σου μη ντα κρετείς
(Το σκυλί που αλυχτάει στην αυλή σου μην το κρατάς˙ Οι γκρινιάρηδες και δυσάρεστοι άνθρωποι είναι ανεπιθύμητοι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Για ανθρώπους, ουρλιάζω, φωνάζω δυνατά
ό.π.τ.
:
Oύλα τ'νε ουλουdούρ'ζαν και μπαγίρνταναν
(Όλα τους ούρλιαζαν και φώναζαν)
Αξ.
-Παυλίδ.
Ουλουϊζ̑' ανοιξέτ' τθύρα, να πατλαϊσου τσειού
(Ούρλιαζε ανοίξτε την πόρτα, θα σκάσω εδώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
βροντώ, βρυχώμαι, μπαγιρντώ, φωνάζω, χαβλαντίζω
3. Οδύρομαι
Αραβαν., Μισθ., Φλογ.
:
Το κορίτσ̑' κλαίγ’ ουλουdούσ̑'
(Το κορίτσι κλαίει και οδύρεται)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 638
Δου παϊί τ' ουλούϊζι, μπαγούρντιζι, χτυπιόδαν, την άλλη μέρα χάην εκείνου, χάη τσι 'ου παιί τ'
(Το παιδί του ούρλιαζε, φώναζε, χτυπιόταν, την άλλη μέρα πέθανε εκείνος, πέθανε και το παιδί του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ