ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουλουντίζω (ρ.) ουλουdίζω [uluˈdizo] Δίλ. ουλουτίζω [ulu'tizo] Μαλακ., Φάρασ. 'λουτίζω [luˈtizo] Σινασσ. ουλουdούζω [ulu'duzo] Αξ., Αραβαν. ουλουίζου [ulu'izu] Μισθ., Τσαρικ. ουλουdουρίζω [uluduˈrizo] Αξ. ουλουdώ [uluˈdo] Ανακ., Σίλ. ουλουτώ [uluˈto] Φάρασ., Φλογ. Αόρ. ουλούτ'σα [uˈlutsa] Μαλακ., Μισθ., Τροχ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. ulumak = αλυχτάω.
1. Για σκύλους και λύκους, ουρλιάζω, αλυχτάω ό.π.τ. : Αρχίνεψε να λιάζει γαβ γαβ και ύστερα να 'λουτίζει (Άρχισε να υλακτεί γαβ γαβ και ύστερα να ουρλιάζει) Σινασσ. -Αρχέλ. Ως αυόπουρμα ουλούτζεινι, καλό ρέν ‘νι (Μέχρι το πρωί ούρλιαζε (το σκυλί), δεν είναι καλό προμήνυμα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Ουλουίζ' δου σκυλί, αλλά ντε bειράζ' (Αλυχτάει το σκυλί, αλλά δεν πειράζει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. Το στσ̑υλί του ουλουτά σο χαϊμά σου μη ντα κρετείς (Το σκυλί που αλυχτάει στην αυλή σου μην το κρατάς˙ οι γκρινιάρηδες και δυσάρεστοι άνθρωποι είναι ανεπιθύμητοι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γαβλαΐζω, χαβλαντίζω :1
2. Για ανθρώπους, ουρλιάζω, φωνάζω δυνατά ό.π.τ. : Παπάδε σας γιατ' ουλουτούνε; (Οι παπάδες σας γιατί φωνάζουνε;) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ουλούιζι γιάι λιψάνισκι (Φώναζε γιατί διψούσε) Μισθ. -Φατ. Ουλούιζ̑' «Ανοιξέτ’ τ’ θύρα, να πατλαΐσου ’τσ̑ού» (Ούρλιαζε «Ανοίξτε την πόρτα, θα σκάσω εδωμέσα») Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. βροντώ :3, βρυχώμαι, μπαγιρντώ, τσαγιρντώ :1, φωνάζω, χαβλαντίζω :2
3. Οδύρομαι Αραβαν., Μισθ., Φλογ. : Το κορίτσ̑' κλαίγ’ ουλουdούσ̑' (Το κορίτσι κλαίει και οδύρεται) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 638 Δου παϊί τ' ουλούϊζι, μπαγούρντιζι, χτυπιόδαν, την άλλη μέρα χάην εκείνου, χάη τσι 'ου παιί τ' (Το παιδί του οδυρόταν, φώναζε, χτυπιόταν, την άλλη μέρα πέθανε εκείνος, πέθανε και το παιδί του) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τροποποιήθηκε: 15/05/2025