ουλαστιρντίζω
(ρ.)
ουλασ̑τουρντίζου
[ulaʃtur'dizu]
Φάρασ.
ουλασ̑τι̂ρτίζω
[ulaʃtɯrʹtizo]
Μαλακ.
ουλασ̑τι̂ρτώ
[ulaʃtɯrʹto]
Φλογ.
Αόρ.
ουλασ̑τι̂́ρ'σα
[ulaʹʃtɯrsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. ulaştırmak = μεταβιβάζω, μεταφέρω.
1. Προλαβαίνω
Φάρασ.
2. Mεταφέρω πληροφορίες
:
’φόν φωτίσ̑’ ουλασ̑τι̂ρτά τα σο άπλα τ’
(Μόλις ξημέρωσε μεταφέρει (τα λόγια) στην κυρά του)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τροποποιήθηκε: 24/07/2025